Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Winter revisited


Όλοι το παραδέχονται: αυτός ο χειμώνας είναι από τους πιο ήπιους που γνώρισε η πόλη. Παραμένει βέβαια ενοχλητικό το γεγονός ότι είναι ο δεύτερος μέσα στην ίδια χρονιά μετά τον κανονικό, που μας ξύλιασε τα συκώτια. Αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας: η ευχάριστη βροχούλα τσίρι τσίρι όλη μέρα κι όλη νύχτα, η δροσιά και η αύρα από τη βόρεια θάλασσα, η ομίχλη που δίνει, όπως και να το κάνεις, μια νότα μυστηρίου στην καθημερινότητα...

Οι γνωστές φάτσες κυκλοφορούν με τα κασκολάκια και τις καμπαρτίνες τους, στήνονται με τις ομπρέλες έξω από τους φούρνους για το ζεστό ψωμί και χουχουλιάζουν πάνω από τα φλυτζάνια του καφέ.

Ύστερα πέφτει η νύχτα, αλλά αργά, πολύ αργά, εκνευριστικά αργά θα έλεγα γιατί όταν φωτίζει ακόμα ο συννεφιασμένος ουρανός στις 11, ξέρεις ότι το κάνει μόνο για να σου θυμίσει ότι κάπου αλλού summer rules…

Τζάμπα χάρηκα, λοιπόν. Η άνοιξη ήταν σύντομη και τα κουνέλια εξαφανίστηκαν. Ή έπεσαν σε χειμερία νάρκη, τι να πω.

Απλώς, προβαίνω στη μοναδική πράξη αντίστασης που μπορώ να σκεφτώ: μέσα στη ντουλάπα μου στο γραφείο μας στην κλινική, κλειδωμένος, καλά κρυμμένος σε ανοξείδωτο θερμομονωτικό δοχείο, μονάκριβο τέκνο του ελληνικού πολιτισμού, ο γνήσιος, ο αληθινός, ο λυτρωτικός φραπές. Απόδειξη ότι εγώ, κουφάλες, την πατρίδα μου δεν την απαρνιέμαι ποτέ.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Η πόλη και οι φίλοι (κατά κάποιο τρόπο: Ι)

Μετά από ακανόνιστες πορείες στους λαβυρίνθους της πόλης, η τροχιά μου συνάντησε την Ιωάννα στην κεντρική πλατεία. Είχα ξεχάσει τη σύνθλιψη των αισθήσεων από το μπαρόκ που επιτίθεται κατά κύματα από κάθε γωνία. Καθήσαμε για καφέ, μας σέρβιρε γερμανός νέος με ολίγη γνώση της ελληνικής, κατάλοιπο της εποχής που δούλεψε γκαρσόνι στον Πλατανιά, στα Χανιά, η ενσάρκωση του ευρωπαίου πολίτη. Κουβενούλα και βόλτα στις σκιές της ιστορίας, φτάσαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το χωριό De Haan, στην ακτή. Στο δρόμο η ομίχλη θάμπωνε τα φώτα, θόλωνε τα λιβάδια και μ’ έκανε να νιώθω ανακούφιση για την παρέα. Σκοτεινά σπίτια στην άκρη του δρόμου με άγνωστους κατοίκους, αόρατους, και αραιοί οι προβολείς των αυτοκινήτων που διασχίζουν σιωπηλά την ομίχλη στον ορίζοντα. Στο γυρισμό, μουσική όπως πάντα (τι πιο ταιριαστό, ο Jack Loussier ξαναδίνει ζωή στον JSB), η ομίχλη επέστρεψε στην αγκαλιά της βόρειας θάλασσας κι εγώ στην πόλη μου, που άρχισα πια να τη νιώθω σα δεύτερο σπίτι.



Κάθησα με τους άλλους δύο της «τριάδας του Νέου Κόσμου» στο ίδιο τραπεζάκι, απέναντι από το δημαρχείο με το διάσημο καμπαναριό. Περίμενα και τον ίδιο σερβιτόρο, μικρές συνήθειες της πόλης, σημάδι ότι έχω αρχίσει να ζω κάπου εδώ, θα έλεγε ο Θάνος. Ακίνητοι, στρέφοντας μόνο τα κεφάλια αναμετριόμαστε μαζί της. Εξήντα ανθρωπο-έτη φιλίας. Και πίσω στην Αθήνα κι άλλα τόσα, κι ακόμα περισσότερα, ξεπερνούν την ηλικία ακόμα κι αυτής της πόλης, η μικρή μας ιστορία στέκεται στα ίσια απέναντι στη δική της. Στο γυρισμό, χωρίς μουσική, μόνο συζήτηση.



Κοιτάζω την Κατερίνα. Αν και με την κάμερα στο χέρι, ο στόχος να κρατήσει μια εικόνα της μεσαιωνικής πόλης γρήγορα ξεχνιέται, καθώς το βλέμμα της παγιδεύεται και παρασύρεται, στέκεται για δευτερόλεπτα έτσι αμίλητη, εκείνη κι άλλοι γύρω της συνθέτουν το μόνιμο tableau vivant των ανθρώπων που χαζεύουν τις ομορφιές της. Η εικόνα της θολώνει καθώς εστιάζω το βλέμμα μου λίγα μέτρα πιο πίσω. Εκεί όπου ο Σπύρος κυνηγάει το γιό του παίζοντας, το μοναδικό κινούμενο σύμπλεγμα στο σκηνικό εκείνων των δευτερολέπτων: κινούνται γελώντας, με βεβαιότητα ευτυχισμένοι: αυτή είναι η δύναμη, τόσο ισχυρή ώστε να τους αποκόπτει από το τοπίο και τους τοποθετεί στο δικό τους σύμπαν. Στην επιστροφή, shine on you crazy diamond, ο Waters αποδίδει τιμή στον Barrett ξορκίζοντάς τον, και μετά μου χαρίζει το στίχο που πάντα, πάντα, πάντα με κατακλύζει σ’ αυτές τις στιγμές: wish you were here.



Και για σένα, τι να πώ; Πάνε πέντε χρόνια από τότε που διέσχιζα για πρώτη φορά τα δρομάκια της Μπρυζ φωτογραφίζοντας αχόρταγα με την παροπλισμένη πια μηχανή, πασχίζοντας για εικόνες που θα παγίδευαν και την ατμόσφαιρά της. Πρέπει όμως να αποκαταστήσω μια αλήθεια: εκείνη την αξέχαστη νύχτα που κατρακύλησα σα μπάλα του μπόουλινγκ στα πλακόστρωτα, εκτελώντας βουστροφιδόν ελιγμούς και ακανόνιστες ταλαντώσεις με το Βασίλη να διασκεδάζει διακριτικά, ήμουν μεθυσμένος όχι από τη μαγική μπύρα του, αλλά από σένα, την παρουσία σου, τη ζωή που ζήσαμε, ζούμε και θα ζήσουμε, από αυτή την τεράστια δύναμη που με απέσπασε κι εμένα σχεδόν με βία και με τοποθέτησε στο σύμπαν που πάντα ήθελα να βρίσκομαι.



Κι εκεί, τελικά, εκεί...