Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Λίγα λόγια για το "Μείνε για λίγο..."




Εδώ και αρκετά καιρό ο Δημήτρης έπαψε να μου δίνει τα κείμενά του για μια γνώμη πριν τα στείλει για δημοσίευση. Κι αυτό όταν σταμάτησε να ελπίζει ότι θα πάρει ποτέ από μένα μια κριτική της προκοπής. Είναι η αλήθεια: αδυνατώ να διαβάσω κριτικά τα έργα του φίλου μου, και κατά κανόνα περιορίζομαι να επισημαίνω τα σημεία που με συγκίνησαν ή που θεωρώ πιο σημαντικά μέσα στο κείμενο.

Το «Μείνε για λίγο όταν θα έχουν φύγει όλοι» έχει προφανώς και για μένα μια επιπλέον ιδιαιτερότητα, ότι εξιστορεί μια περίοδο της φοιτητικής ζωής που μοιράστηκα με το συγγραφέα και μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, αυτή που αποκαλούμε «παρέα της χορωδίας», και προσπαθεί να καταγράψει το πώς προσπαθήσαμε στην αρχή της ενήλικης ζωής μας να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο. Συνεπώς κάθε πιθανότητα αντικειμενικής κριτικής πάει περίπατο. Δεν πειράζει όμως, δεν είχα τέτοιους σκοπούς έτσι κι αλλιώς. Ήθελα μόνο να τονίσω πόσο σημαντικό ήταν να κάτσει κάποιος να γράψει για μια περίοδο της σύγχρονης Ελλάδας που είναι ακόμα πολύ νωρίς για τα γίνει αντικείμενο των ιστορικών, αλλά και για μια περίοδο της ζωής μας που έχει ήδη παρέλθει οριστικά μέσα στη δίνη της κρίσης, αλλά και απλώς μέσα στη δίνη του χρόνου που περνάει και μας απομακρύνει από εκείνα τα χρόνια.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου δεν είναι πραγματικά πρόσωπα. Ο Δημήτρης συνδυάζει χαρακτηριστικά από διάφορους συντρόφους του της εποχής εκείνης για να συνθέσει τους πρωταγωνιστές του. Για παράδειγμα ο Στρατής διαθέτει το ακαδημαϊκό (και φυσικό έχω την εντύπωση;) προφίλ ενός, την ανεξάντλητη ενεργητικότητα ενός άλλου και την καλλιτεχνική ευαισθησία ενός τρίτου. Η σύνθεση αυτή δεν καθιστά τους χαρακτήρες εξωπραγματικούς, κάθε άλλο: καλύπτουν θέσεις παρόμοιες με αυτές υπαρκτών προσώπων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του συγγραφέα. Οι χαρακτήρες διαφέρουν αλλά οι ρόλοι τους και η επιδράσεις τους είναι τα ίδια.

Σε αντίθεση με τη σύνθεση των χαρακτήρων, η πλειοψηφία των περιστατικών και των γεγονότων που περιγράφονται στο βιβλίο είναι απόλυτη, αυτοβιογραφική μεταφορά της πραγματικότητας και αφορούν γεγονότα της ζωής του συγγραφέα. Κατά περίργο τρόπο, τα διάφορα περαστικά πρόσωπα είναι αληθινές περσόνες της Αθήνας (ή της επαρχίας, ενίοτε) και περνούν από το βιβλίο όπως ακριβώς πέρασαν από τη ζωή του Δημήτρη εκείνη την εποχή: ο δοτικός οδηγός της νταλίκας, ο χουντικός – ζητιάνος, η μεσήλικη βουλγάρα της Ρόδου. Το ίδιο και περιστατικά - ορόσημα της φοιτητικής μας ζωής όπως το ατύχημα στις Σπέτσες, το τραγούδι στην κηδεία και το βακχικό γλέντι στο Μπελφόρ. Η διαδοχική αναφορά σε όλα αυτά δημιουργεί την αίσθηση ενός σουρρεαλιστικού ψηφιδωτού: αν κάποιον ξενίζει η ταχεία και φαινομενικά ασύνδετη εναλλαγή ετερόκλητων γεγονότων και προσώπων, είναι γιατί δε βίωσε την εποχή εκείνη από το δικό μας πρίσμα: γιατί και στις δικές μας ζωές ταχύτατα εναλλάσσονταν αντιφατικά βιώματα όπως οι επαγγελματικές προκλήσεις και απογοητεύσεις, με τα όνειρα για δημιουργικότητα και έκφραση.

Σε κάθε σελίδα του βιβλίου διακρίνω την αγωνία του φίλου μου να μεταδώσει στον αναγνώστη του την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα μιας παρέας φοιτητών που ξεκίνησαν έναν άδικο αγώνα με τις καλύτερες προθέσεις, με όπλα την αγνότητά τους, τη λαχτάρα τους να κάνουν τέχνη και τη δύναμη που η συντροφικότητα δίνει στους ανθρώπους. Να περιγράψει με τον πιο ακριβή τρόπο ένα κομμάτι μιας γενιάς συκοφαντημένης, της δικιάς μου γενιάς. Γιατί η γενιά μου είχε ακόλουθους του ΚΛΙΚ, κυνηγούς της ευκαιρίας του χρηματιστηρίου, λάτρεις του χωρίς κόπο χρήματος, ανθρώπους που, ακούσια ίσως οι περισσότεροι, πλανήθηκαν από αυτές τις ευκολίες. Είχε όμως κι αυτούς που ενσυνείδητα τις αρνήθηκαν τότε και που συνέστησαν μια πλευρά της γενιάς αυτής, ίσως όχι αποκλειστικά δική της αλλά παρούσα με ένταση όπως και σε άλλες γενιές: αυτών ακριβώς, που δεν έψαξαν την επιτυχία στα επαγγελματικά και οικονομικά πεδία, και που συχνά μάλιστα αδιαφόρησαν γι’ αυτά με την αυτοπεποίθηση και την αφελή αίσθηση της ανωτερότητας που χαρίζει το βίωμα της δημιουργικότητας.

Υπό το σημερινό πρίσμα της καταιγίδας της κρίσης, τι πρόσφερε και που έφταιξε αυτό το κομμάτι της γενιάς μου; Ο συγγραφέας φαίνεται να απογοητεύεται από την πρώτη απάντηση που δίνει σε αυτά τα ερωτήματα: ένα κομμάτι του φοβάται μήπως οι δημιουργικές ανησυχίες της παρέας του δεν ήταν παρά μία πόζα, ένας τρόπος να ενταχθούν στο δύσκολο κόσμο άνθρωποι με «ιδιαιτερότητες» που δε θα τους επέτρεπαν να γίνουν αποδεκτοί σε πιο «ρεαλιστικές» συνθήκες. Και οι οποίοι, ως εκ τούτου, στο πρώτο φύσημα του ανέμου συμβιβάστηκαν και αρνήθηκαν τα όνειρά τους. Προς το τέλος του βιβλίου, ένα ξέσπασμα βίας καλείται να «εκφράσει» την απογοήτευση που προκύπτει από αυτή τη διάψευση. Αποτελεί μια συμπυκνωμένη και ανεξέλεγκτη «δράση» που συμβολίζει κατά κάποιο τρόπο τη δράση που θα μπορούσε, αλλά απέτυχε να αναλάβει αυτό το κάποτε ελπιδοφόρο κομμάτι αυτής της γενιάς. Η αδικαιολόγητη βία θυμίζει ξεσπάσματα της σημερινής γενιάς των 16ρηδων και των 20ρηδων, και φαίνεται να μένει ατιμώρητη. Ποια μεγαλύτερη τιμωρία όμως από την κατάρρευση που ακολουθεί στον ψυχικό και παραλίγο στο φυσικό κόσμο του πρωταγωνιστή; Ποια μεγαλύτερη τιμωρία για αυτή τη γενιά από το να αντικαθίστανται από τέτοια ξεσπάσματα (παρόντα μάλιστα μόνο στο φαντασιακό των πιο δημιουργικών και ανήσυχων από τα μέλη της) οι πολυαναμενόμενες δράσεις, τα όνειρα και τα οράματά της;

Πιστεύω όμως, τελικά, ότι στο βιβλίο διαφαίνεται και μια άλλου τύπου αποφασιστική απάντηση, βασισμένη στο πιο σημαντικό (κατά τη γνώμη μου) από όλα τα χαρακτηριστικά αυτής της παρέας: πρόκειται για το «tout se tient» για την αίσθηση ότι υπάρχει μια υπόγεια σύνδεση ανάμεσα στην τέχνη, τη δημιουργικότητα και τη μέθεξη που εμπνέει η συλλογική έκφραση, με την καθημερινότητα, τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς ως και τις επαγγελματικές συνήθειες. Το γεγονός δηλαδή ότι όταν έχεις ζυμωθεί με τη συντροφικότητα σε ένα περιβάλλον που η αγάπη και ο έρωτας κυβερνούν και που αναγνωρίζει τη μεγάλη (και τη μικρή...) Τέχνη σαν οδηγό, (θα έπρεπε να) είναι αδιανόητο ότι θα καλύψεις μια αμέλεια που οδηγεί σε εργατικό ατύχημα, ότι θα πάρεις φακελάκι ή μίζα, ότι δε θα συμμετέχεις στην κατάσβεση μιας πυρκαγιάς και ότι θα μείνεις ασυγκίνητος από ένα ανθρωπιστικό έργο που συντελείται ακόμα και πολύ μακριά από σένα. Ή ακόμα, αν θέλετε, ότι θα υποκύπτεις σε αλόγιστα ξεσπάσματα κατά μεταναστών και άλλων αδυνάτων, ή ότι θα επιδοκιμάζεις την εργασιακή εκμετάλλευση, όσο νομότυπη κι αν παρουσιάζεται. Και το λέω βασισμένος και στο δικό μου προσωπικό βίωμα, με τη νοερή δέσμευσή μου ενώπιον των ανθρώπων που αγαπάω (και με πολλούς από τους οποίους αυτά τα γεγονότα με έδεσαν), να είναι πραγματικά ο μόνος ιπποκράτειος όρκος που έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου.

Κι έτσι, σε όσους φαίνονται γλυκανάλατα και αδιάφορα όλα αυτά, θα πρέπει απλώς να καταλάβουν το εξής: ήταν απλά και αληθινά, και σε μεγάλο βαθμό μας έκαναν αυτό που είμαστε σήμερα, καλό ή κακό. Και αισθάνομαι τυχερός που τα έζησα και τα έχω ακόμα ως αναφορά. Και που έχω το βίωμα μιας συντροφικότητας, που θα έπρεπε σήμερα να είναι η μαγιά για να ξεκολλήσει η κοινωνία μας από το τέλμα της.

Με λίγα λόγια πιστεύω πως ναι, άξιζε τον κόπο να γράψει κάποιος για όλα αυτά.