Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Είδα ένα όνειρο

Είδα ένα όνειρο.

Βρισκόμουν σε μια μικρή πόλη, κι ένα σύννεφο ανησυχίας πλανιόταν πάνω της. Άρχισα από μακριά να ακούω ήχο συγκεντρωμένου πλήθους. Κατάλαβα ότι δεν ήμουν πεζός. Οδηγούσα ένα τρίκυκλο ποδήλατο, σαν αυτά που έχω δει να χρησιμοποιούν στα υπόγεια του νοσοκομείου οι φορείς των φιαλών αίματος και των άλλων ελπιδοφόρων ή καταδικαστικών παρασκευασμάτων. Όμως μετά κατάλαβα ότι ήταν απλώς ένα ποδηλατάκι που οδηγούσε ο αδερφός μου όταν ήταν μικρός, πραγματικά, μ’ αυτό σάρωνε τα πάντα όπου περνούσε. Ένιωσα ασφάλεια, τρεις ρόδες, τρία σημεία ορίζουν ένα επίπεδο, ήμουν σταθερός, μπορούσα να προχωρήσω. Τα πετάλια δε λειτουργούσαν, όπως συνήθως συμβαίνει στα όνειρα, και κίνησα το ποδήλατο μπροστά σπρώχνντας με τα πόδια μου προς τα πίσω.

Η φασαρία μεγάλωσε. Υπήρχε και καπνός. Κατάλαβα ότι γινόταν μάχη, υπήρχαν και κουκουλοφόροι, και αστυνομία, κάτι αστυνομικοί σαν αυτούς που συλλαμβάνουν τα μικρο-κλεφτρόνια στις παλιές ελληνικές ταινίες. Κοίταξα γύρω αμέτοχος. Λίγο αγχωμένος. Λίγο, απόκρυφα, αμαρτωλά, ευχαριστημένος. Λίγο ενοχλημένος από τη φασαρία. Ξαφνικά, διέκρινα τρεις ανθρώπους που έσπαγαν τη βιτρίνα ενός καταστήματος με βιτρίνες. Πλησίασα, φαινόντουσαν ακίνδυνοι. Αμέσως αναγνώρισα τον πατέρα μου και τα δύο αδέρφια του. Ήταν τριάντα χρόνια νεότεροι, είχαν πλούσια ατίθασα μαλλιά και μακριά μουστάκια. Φορούσαν και φουλάρια στο λαιμό, όχι στο πρόσωπο. Άρχισα να φωνάζω: «Ρε πατέρα τρελάθηκες, τι κάνετε εκεί; θα σας συλλάβουν...» Με κοίταξε με το πιο καθαρό του βλέμμα και είπε «34 χρόνια περιμένω αυτή τη στιγμή, και δεν ήξερα καν ότι την περίμενα. Όσο ζεις εσύ, εγώ περιμένω. Κάνε ότ,ι νομίζεις».

Μπερδεύτηκα. Κατέβηκα από το ποδήλατο κι αμέσως μια ομάδα άρχισε να το καταστρέφει. Παντού γύρω μου τώρα υπήρχαν άνθρωποι που κρατούσαν πέτρες στα χέρια. Ένιωσα μια επιθυμία να συμμετέχω. Διαισθάνθηκα τη λύτρωση που θα ερχόταν. Έκλαιγα. Έσκυψα να μαζέψω πέτρες, όμως εκεί που βρισκόμουν υπήρχε μόνο άμμος.

Ξαφνικά, κατάλαβα, μαζί με όλον το λεβιάθαν του πλήθους, ότι στην κορυφή του λόφου αιωρούνταν κρεμασμένος ένας σημαντικός άνθρωπος. Νομίζω ότι ήταν ο Μπέντζαμιν Σακς. Ο κόσμος έχασε τον έλεγχο, η οργή ξεχείλισε. Και τότε, στράφηκαν σε μένα.

Ξύπνησα.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Περίπατος στο κέντρο

Την Παρασκευή το βράδυ πήρα το μετρό και κατέβηκα στο κέντρο για να δω ένα σπίτι. Το κέντρο μου φτιάχνει τη διάθεση, γι’ αυτό αποφάσισα να μείνω εκεί. Το σπιτάκι αποδείχτηκε συμπαθητικό και ο ιδιοκτήτης ένας εξυπηρετικός κύριος – «τι ντροπή για τη Γαλλία, τη χώρα της ισότητας, οι ξένοι να δυσκολεύονται τόσο να βρουν σπίτι, ο γαμπρός μας είναι μαύρος από την Αφρική, έχω μια εγγονή που είναι νέγρα, πως θα μπορορύσα να είμαι ξενόφοβος». Συμφώνησα και δώσαμε τα χέρια.

Το Σάββατο το πρωί πήγα να το ξαναδώ στο φως της μέρας. Δεν άλλαξα γνώμη και συνέχισα για μια σύντομη βόλτα στο κέντρο πριν γυρίσω στο διάβασμα. Άκουσα από μακριά μια φασαρία: κόρνες αυτοκινήτων και φωνές, κάπως σπάνιο φαινόμενο για τα ήθη της πόλης. Πλησιάζοντας προς την περιοχή των σταθμών, κοντά στο πάρκο, ανακάλυψα την πηγή: Ήταν μια αυτοκινητοπομπή της οποίας ηγείτο μια λιμουζίνα στολισμένη με λουλούδια και κορδέλες και φυσικά μια νύφη συνοδευόμενη από τους πανευτυχείς συγγενείς. Το πίσω αυτοκίνητο ήταν καλυμένο με μια τεράστια σημαία της Αλγερίας. Αμέσως πιο πίσω, αρκετά αυτοκίνητα με ενθουσιασμένους μαγκρεμπέν να κρέμονται απ’ τα παράθυρα, να φυσάνε τις τεράστιες καραμούζες τους και να χαιρετάνε τον κόσμο. Η πομπή διέκοψε την ομαλή κυκλοφορία περνώντας με κόκκινο. Κανείς δε διαμαρτυρήθηκε, όλοι χαιρέτησαν. Μπροστά – μπροστά στη διασταύρωση, ήταν σταματημένο ένα μικρό αυτοκίνητο με μια κοπέλα στο τιμόνι, που κόρναρε στο ρυθμό της καραμούζας, και έναν μικρό με πολύχρωμα γυαλιά μυωπίας στο πίσω κάθισμα που κοιτούσε όλο ενδιαφέρον.

Διέσχισα το δρόμο και πέρασα μέσα από μια ομάδα από καμιά πενηνταριά νεαρούς που φορούσαν κόκκινα χριστουγεννιάτικα σκουφιά και περίμεναν σε μια καντίνα για ζεστές βάφλες.

Προχώρησα προς το εμπορικό κέντρο. Στριμωγμένοι πάνω σ’ ένα πλατύ κιγλίδωμα εξαερισμού του μετρό, στην πορεία των ζεστών ρευμάτων που βγαίνουν απ΄τα έγκατα της πόλης, στη μέση της πλατείας, οι κλοσάρ φλυαρούσαν. Καθώς πλησίαζα, ένα πλάσμα σηκώθηκε από την ομάδα τους. Ένας παραπαίων τύπος, με δεκάδες σκουλαρίκια και κρίκους σε κάθε πιθανό σημείο του προσώπου του, βρώμικος και με μαλλί βαμμένο κίτρινο. Κατευθύνθηκε προς ένα νεαρό ζευγάρι μ’ ένα μωρό στο καροτσάκι. Ο άντρας κοντοστάθηκε, τον κοίταξε και τον χαιρέτησε ζεστά, καθώς κατά τα φαινόμενα γνωρίζονταν από παλιά, ενώ η κοπέλα έμεινε λίγο πίσω, χαμογελώντας. Μετά απο μια σύντομη στιχομυθία, ο κλοσάρ σήκωσε το πλαστικό κάλυμμα που προστάτευε το μωρό από το κρύο και τη βροχή και άρχισε να του κάνει χαρές.

«Αρχίζει να έχει πλάκα», σκέφτηκα, και μπήκα σε ένα μαγαζί για να αγοράσω τις προμήθειες καφέ της εβδομάδας.