Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Δεν είμαι ούτε ο Χάουζ (part IIa)

Ο Χάουζ στάθηκε ανέκφραστος· λες και ήταν ικανός για οποιαδήποτε έκφραση. Η ασθενής του τον κοιτούσε φοβισμένη: ένα κοριτσάκι 8 χρονών, μα πόσα από δαύτα υπάρχουν επιτέλους, σκεφτόταν εκνευρισμένος. Και –τι έκπληξη!– έκανε κι αυτή επιληπτικές κρίσεις, όπως αμέτρητα άλλα οκτάχρονα κωλόπαιδα που τον έπρηζαν τόσα χρόνια. Και φυσικά οι εξετάσεις μέχρι τώρα ήταν φυσιολογικές, δεν είχε καν κανέναν όγκο, να γουστάρουμε λιγάκι. Τι σκατά, όλες αυτές τις εξετάσεις τι τις κάνω κάθε φορά, σκέφτηκε, παντελώς άχρηστες είναι, πάντα φυσιολογικές βγαίνουν. Τώρα όμως θα έπαιρνε την εκδίκησή του. Απόλαυσε για λίγα δευτερόλεπτα τον απαίσιο κι απερίγραπτο τρόμο στα μάτια της μικρής και είπε: «Θα πεθάνεις». Το κοριτσάκι κράτησε την αναπνοή του: αυτό ήταν όλο; το βλέμμα του την είχε προετοιμάσει για κάτι πολύ χειρότερο. Ο Χαόυζ απογοητεύτηκε. «Θα πεθάνεις τελείως, γιοκ, φινίτο, δι εντ, τόταλλυ ντεντ, καταλαβαίνεις;».

«Για να βρούμε τι προκαλεί τις κρίσεις θα σου ρουφήξουμε όλο το αίμα και θα το μελετήσουμε αιμοσφαίριο – αιμοσφαίριο μέχρι να βρούμε την αιτία. Είναι μια μοντέρνα μέθοδος που μόλις επινόησα για να σε βασανίσω και για να εκνευρίσω τους συνεργάτες μου». «Κι αν δε θέλω;» ψέλλισε η μικρή. «Τότε θα πάρω μια σακούλα ποπ-κορν και θα κάθομαι να βλέπω τα εγκεφαλικά σου κύτταρα να γίνονται μπάρμπεκιου από την ανεξέλεγκτη ηλεκτρική δραστηριότητα. Θα περάσουμε γαμάτα». «Δεν μπορείτε απλώς να μου δώσετε αντιεπιληπτικά;» τόλμησε η θρασύτατη νεαρή, αλλά ο άρχοντας παρέμεινε ψύχραιμος: «Δεν αφήνεις τις εξυπνάδες; Και σταμάτα να βλέπεις Γκρέυζ, σε χαλάει. Αυτά δε γίνονται ιν ρίαλ λάιφ».

Στην επόμενη σκηνή, το αίμα έπεφτε σταγόνα – σταγόνα. Λίγες στιγμές ζωής έμεναν στο άτυχο πλασματάκι, και οι συνεργάτες του Χάουζ είχαν μελετήσει σχεδόν όλα τα αιμοσφαίρια χωρίς αποτέλεσμα. «Για μια στιγμή» φώναξε ο θεός κοιτώντας στην οθόνη ένα ύποπτο αιμοσφαίριο. Ήταν μαλλιαρό και βέλλαζε. «Ανεξέλεγκτη προβατοφαγία. Τα μαλλιαρά αιμοσφαίρια συσσωρεύονται στον εγκέφαλο και προκαλούν κρίσεις. Κάντε της μεταγγίσεις» φώναξε βγαίνοντας προς τα έξω και πηγαίνοντας να ανακρίνει τον κτηνοτρόφο πατέρα.

«Τα πρόβατα εξαφανίζονταν μυστηριωδώς», απολογήθηκε εκείνος. «Κι εγώ που έλεγα πως τά ‘τρωγε λύκος...»

«Αφού σας τό ‘χω πει χιλιάδες φορές, ρε ηλίθιοι», άφρισε ο Χάους. «Ποτέ δεν είναι λύκος».

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Κουραμπιέδες

Η Μαρία άκουσε το νέο με τη στωικότητα και τη γλυκιά κατανόηση της συντρόφου, μαγική αναλογία μελαγχολίας για τη νυχτερινή απουσία, παρηγοριάς για τη δική μου ταλαιπωρία, καλής διάθεσης για το αύριο το προορισμένο για μας, και εννοεί το αύριο το κυριολεκτικό, το χειροπιαστό, όχι το άπιαστο μέλλον, την αυριανή μέρα, ένα ακόμα εικοσιτετράωρο, αφιερωμένο όμως στη δική μας ζωή.

Θα χειρουργήσουμε πάλι το κοριτσάκι.

Λέει η Μαρία: εμείς είμαστε εδώ και φτιάχνουμε κουραμπιέδες, έχει σίγουρα μικρότερη σημασία για την ανθρωπότητα· λέω εγώ: έχω μια θεωρία, θα σου την πω κάποτε, ποια θεωρία, σκέφτομαι μετά, απλώς μια σκέψη, μια αύρα απ’ αυτές που διασχίζουν το μυαλό σε περιόδους έντασης κι ευαισθησίας: φτιάχνουν κουραμπιέδες, και για την ακατανόητη ισορροπία του σύμπαντος αυτό είναι πιο σημαντικό απ’ τα πάντα.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Just

- Καλημέρα, ο κύριος;
-Χαίρετε, νομίζω ότι με περιμένετε, είμαι ο ξάδερφος του O’ Realy.
-Α, μάλιστα...
-Δεν πιστεύω να καθυστέρησα;
-Κάθε άλλο...
-Μήπως ήρθα πιο νωρίς απ’ ό,τι έπρεπε;
-Μα τι λέτε, ήρθατε πάνω στην ώρα. Είμαστε έτοιμοι να σερβίρουμε τα απεριτίφ.
-Τέλεια...
-Θα πάρετε κάτι;
-Ένα bellini παρακαλώ.
-Έφτα-σέεεϊιιι...

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Rijse, επίλογος

Παίρνοντας το δρόμο που οδηγεί από τις φλαμανδικές πόλεις του Βελγίου προς τη βόρεια Γαλλία, βλέπει κανείς τις πινακίδες της autoroute για την πόλη Rijse· στους χάρτες σπάνια βρίσκεις αυτό το όνομα.

Η πόλη, γνωστή με αυτή την ονομασία μόνο στους γερμανόφωνους, απλώνεται στα όρια της Γαλλίας από κάθε άποψη, γεωγραφική, λαογραφική, πολιτιστκή και γαστρονομική, κι αποτελεί στην πραγματικότητα μια προέκταση της Φλάνδρας στο γαλλικό έδαφος. Η βορειότερη μεγάλη πόλη της Γαλλίας προσπαθεί με κάθε μέσο να σε πείσει ότι φιλοξενεί πολύ λιγότερους από το ένα εκατομμύριο κατοίκους της. Οι οποίοι δηλώνουν σε κάθε ευκαιρία περήφανοι για την πόλη τους: τη φιλοξενία της, την καλοζωία της, τους ρυθμούς της. Και χαμογελάνε καλόκαρδα όταν τους κοροϊδεύουν για τη διάσημη ντοπιολαλιά τους, τα Ch’ti, που έγιναν από μάρκα μπύρας μέχρι το θέμα της ταινία με τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία του γαλλικού κινηματογράφου τα τελευταία χρόνια.

Το μεσημέρι, αν βγει κάποιος να περπατήσει λίγο έξω από το κέντρο, θα ακούσει ακριβώς στις 12 από μακριά τις σειρήνες των εργοστασίων να ειδοποιούν για το μεσημεριανό διάλλειμμα. Δυσοίωνες, σα θλιβεροί λύκοι των μεσημεριών, σαν να πλανάται ακόμα στον αέρα ο ήχος από τις πολεμικές σειρήνες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Ρόμελ βομβάρδιζε αλύπητα την πολιορκημένη πόλη.

Να μπαίνω με το Punto στη boulevard peripherique αργά το απόγευμα, να χαζεύω στ’ αριστερά την κορυφή του καθεδρικού, το ρολόι του εμπορικού επιμελητηρίου και την οξυκόρυφη στέγη του κτηρίου της Voix du Nord, σκιές στο σούρουπο, να βγαίνω στην παλιά πόλη, στην οδό Gand με τα μπαράκια και τα εστιατόρια, και το το Monsieur Jacques πάντα εκεί χαρούμενο, ύστερα στο διαμέρισμά μου για λίγο, φρέσκο ψωμί, σταφιδόψωμο και σοκολάτες, και σκέψεις, πάλι χειρούργησα, πάλι δε χειρούργησα, πάλι μπόρεσα, πάλι δεν μπόρεσα, και η μουσική πάντα να παίζει, αυτή ήταν η ζωή μου για ένα χρόνο, εδώ έζησα, στη Lille, την πόλη του Βορρά, και φεύγω τώρα, κι αν πηγαίνω εκεί που αγαπώ, κι αν ξέρω ότι θα γυρίσω, μένει για λίγο μια πικρή γεύση στο στόμα.
Alons y λοιπόν,
31 Οκτωβρίου 2009
Εν πλω προς Πάτρα,
κάπως έτσι αρχισαν όλα

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Ένας μήνας του μέλιτος με αριθμούς

36 ημέρες
5 χώρες
10 πόλεις
6 ξενοδοχεία
3 σπίτια οικείων
17 διαδρομές με τρένο (οι 9 διεθνείς)
11 σιδηροδρομικοί σταθμοί
Πάνω από 30 διαδρομές με μετρό και τραμ
1120 μίλια θαλάσσιου ταξιδιού
4380 χιλιόμετρα χερσαίας διαδρομής
18 μουσεία
3367 φωτογραφίες
3 βραβευμένα εστιατόρια
14 κεφάλια τυρί
6 μπουκάλια σαμπάνιας
Περίπου 10 διαφορετικές μπύρες και 20 διαφορετικά κρασιά
45 σοκολάτες (κατ’ εκτίμηση)
10 points
33 πακέτα χαρτομάντηλα (χωρίς κανείς να είναι συναχωμένος...)

37 χρόνια μετά

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Περί εφημερίας και άλλων δεινών

Πώς ξεκίνησαν όλα

Η φωνή στο τηλέφωνο ακούστηκε μια φωνή αταίριαστη με την περίσταση, γυναικεία, μεσήλιξ, σε ελεύθερη απόδοση: «Μαζί εφημερεύουμε πουλάκι μου; ωραία, ωραία, θα τα πάμε μια χαρά. Υπάρχει τίποτα μέχρι στιγμής που πρέπει να μου πείς, ψυχή μου; όχι; τέλεια, αρχίζουμε καλά. Ό,τι χρειαστείς εδώ είμαι». Η Νάντια Μπ. Καταγωγή, Μαρόκο. Επάγγελμα, νευροχειρουργός. Ηλικία, 50+. Εμφάνιση τέτοια που αν σε έβαζαν να μαντέψεις, θα έβρισκες το σωστό επάγγελμα μετά από 142 προσπάθειες, αφού προηγουμένως θα είχες δοκιμάσει τα «μαγείρισσα», «υπάλληλος σε προποτζίδικο», «περιπτερού», «μοδίστρα» και ό,τι άλλο κλισέ σου καρφώθηκε όταν ήσουν παιδάκι και διάβαζες αυτά τα –ας πούμε– βιβλία επαγγελματικού προσανατολισμού με τους χαρούμενους μπαμπάδες με τα ροδαλά μάγουλα που ήταν πάντα γιατροί, δάσκαλοι και πιλότοι.


Πώς κανόνισα μια διακομιδή

-Γκιά σας, είστε ο γκιατρός εφημπερεύων της ντευροχειρουργκικής;
-Νι, ιγώ είμι.
-Νται, πρόγκειται γκια ένταντ ασθεντή ντριανταπέντε χροντών που έμπεσε αμπό μπια ντουλάμπα και...
-Συγνώμη, είπατι τη λάμπα, διν κατάλαβα...
-...ντουλάμπα γκαι έφτασε σε γκώμα...
-Διν ίφτασι ακόμα;
-Ορίσντε;
-Συνεχίστι, ακούω.
-Γκάναμπε αγκσοντιγκή γκαι έχει έντα αιμπάντωμπα
-Καταλαβίνω, στο πάτωμα, αλλά από πού ίπισι ο ασθινής;
-Μποιός;
-Ίπισι από ψηλά;
-Αμπό ντη ντουλάμπα και έχω σντείλει την αγκσοντιγκή με το τελούρζ
-Συγνώμη, πόσο χρονών είνι ο ασθινής;
-...ντριανταπέντε γκαι...
-Μπορείτι να στείλιτι την αξονική;
-Μπάμπε μπάλι, ντην έχω σντείλει...
-Να σας πώ, δι στίλνιτι κι τον ασθινή, μπας και μπορίσω να συννινοηθώ καλύτιρα μαζί του;
-Μα είνται σε γκώμα...
-Διν πειράζει, μήπως αν ήταν καλά θα συνιννοούμουν;...


Πώς κυλούσαν τα πράγματα

Δυο τραυματίες έφτασαν στην εντατική των επειγόντων. Μου ζήτησαν για τον έναν απ’ αυτούς κρεβάτι στη μονάδα, μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας, θυμήθηκα την ελληνική μέθοδο (ν’ ανεβάσουμε αυτόν για να πάρουμε εκείνον αλλά για να κλείσει η συμφωνία πακέτο θα πάρετε και τον τρίτο τον μακρύτερο που τον βαρεθήκαμε να τον λιβανίζουμε τόσους μήνες, δε με νοιάζει αν δεν τον θέλει ο διεθυντής σου, ούτε ο δικός μου τον θέλει και είναι πιο δυνατός και πιο ψηλός, τί; να ανακαλέσεις, δεν ανακαλείς; ε, δεν τον παίρνουμε κι εμείς, βρες αλλού κρεβάτι, κλπ κλπ).
Πήρα τηλέφωνο στο μοναδίστα «έχουμε ένα νεαρό από τροχαίο μπλα μπλα» όλο αγωνία, έτοιμος για σκληρή επιχειρηματολογία τύπου «αν δεν τον πάρεις θα το πώ στη Νάντια», αλλά αυτός μου λέει «οκ, στείλτον σε ένα τέταρτο», «... κι εσύ κι γρύλλος σου», του είπα, αλλά δε θα καταλάβαινε ούτε αν μετέφραζα.
Με παίρνει απ’ την κλινική η Βαλερί, η νοσηλεύτρια, ο γιόκας της τις έφαγε από κάτι καλόπαιδα, του σπάσανε τη μύτη. Μετά, ένας τύπος στον τρίτο όροφο αποφάσισε ότι θέλει να φύγει δυο μέρες μετά το χειρουργείο: Συνήθης ιατρική στερεοτυπία * στερεοτυπία ελλιπούς γλωσσομάθειας = Στεροτυπίαmax («δε θεωρώ σώφρον να εξέλθετε τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα...» «Βαρέθηκα εδώ μέσα, θέλω να φύγω δε με νοιάζει τι μου λέτε, είμαι καλά» «Πιστεύω βαθιά ότι δεν είστε τόσο καλά όσο νομίζετε, το βλέπετε αυτό το σωληνάκι; μ’ αυτό σας χορηγούμε μορφίνη, κι έπειτα δε θεωρώ σώφρον να εξέλθετε τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα...» «Δε με νοιάζει σου λέω, λες να μην ξέρω από μορφίνες; είμαι καλά, αν δε μου τα βγάλεις τα τραβάω μόνος μου» «Θέλετε να το συζητήσουμε λίγο;» «Δε χρειάζεται, θα μου τα βγάλεις ή να τα τραβήξω;» «Δεν πρέπει να το κάνετε αυτό...» «Γιατί;» «Γιατί δε θεωρώ σώφρον να εξέλθετε τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα...»). Μετά χτυπάει το τηλέφωνο, οι παθολόγοι, μετά ξαναχτυπάει, οι νευρολόγοι, μετά ξαναχτυπάει, ο γιος της Βαλερί έκανε ακτινογραφία στη μύτη, μετά ξαναχτυπάει, οι ενδοκρινολόγοι (τι σκατά θέλουν αυτοί;), μετά ξαναχτυπάει, ο τύπος τράβηξε τα σωληνάκια, βαθιές ανάσες, don’t panic με μεγάλα γράμματα στο εξώφυλλο, έχω όλους τους -ολόγους, έχω το σκασμένο που πήγε και πλακώθηκε με τους μαγκρεμπέν των προαστίων, έχω και το μαλάκα που το θεωρεί σώφρον να εξέλθει τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα...


Ιντερλούδιο: η Πρώτη Εντολή της Εφημερίας

Εφημερεύοντα ειδικευόμενε, να κατουράς όταν έχεις χρόνο κι ας μην κατουριέσαι. Αν περιμένεις τη στιγμή που θα κατουριέσαι, δε θα έχεις χρόνο να κατουρήσεις.
Σημ. Η παραπάνω εντολή μπορεί να μετασχηματιστεί χρησιμοποιώντας τις λέξεις «τρως – πεινάς», «κοιμάσαι – νυστάζεις», «πίνεις νερό – διψάς», αλλά χάνεται η θαυμάσια παρήχηση του «κατουρ-».


Νυχτερινό χειρουργείο

Φτάνω στο χειρουργείο. Η ομάδα ψιλοκουβεντιάζει και μόλις με βλέπουν μου λένε «Et voilà! Για σένα μιλούσαμε...». Και τι έλεγαν;
«Πόσο σοβαρός είσαι».
Και να λοιπόν με τρεις λέξεις ο Λυκ, η Κοραλί και η Νάντια θέτουν σε κίνηση τα γρανάζια. Πόσο σοβαρός είμαι, ό,τι κι αν κάνω, όπως κι αν μιλάω, εν τέλει ό,τι κι αν είμαι. Επιτέλους, είμαι πάντα εδώ, θυμάμαι τη σημασία του να είναι κανείς σοβαρός. Που νά ‘ναι τώρα κάτι ψυχές, κοντεύει να ξημερώσει στην Ελλάδα, σουρούπωσε για τα καλά στα παιδικά μας χρόνια τα παρατεταμένα...
Το χειρουργείο αρχίζει, η Νάντια τελείως αναπάντεχα τα παίρνει στο κρανίο, δύσκολη ώρα. «Δεν έχω φάει και τίποτα», συμπληρώνει, κάτι που ακούγεται ιδιαίτερα απειλητικό από μια γυναίκα με τη μορφή της, νιώθω λίγο σαν το Χάνσελ. Έχω και την παρόρμηση να ρωτήσω αν φταίει η πολλή δουλειά ή το ραμαζάνι, αλλά μάλλον δεν είναι κατάλληλη η στιγμή. Κλασσικά τα εργαλεία χαλάνε, αναρρωτιέμαι αν υπάρχει το ισλαμικό αντίστοιχο της χριστοπαναγίας. Αν υπάρχει, πάντως, είναι σίγουρα αυτό που ακούγεται να ψιθυρίζει μέσα από τα δόντια της τη στιγμή που κυνηγάει την αιμορραγία με τη διαθερμία, με μανία προσωπικής βεντέτας, και η σιωπή όπως λέει και το κλισέ «κόβεται με το μαχαίρι». Όταν η αιμορραγία σταματάει η Νάντια επιστρέφει (σε ελεύθερη απόδοση πάλι) «βρε πουλάκια μου συγνώμη, είστε τόσο καλά παιδιά, τι κουραστική μέρα, στην ελλάδα έτσι είναι οι εφημερίες;», με ρωτάει. «Πώς έτσι;» λέω, «Τόσο μπουρδέλο», μου απαντάει με μια ξαφνική αναλαμπή της προηγούμενης διάθεσης, σαν τα τελυταία μπουμπουνητά της καταιγίδας που απομακρύνεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όλα είναι bipolaire…


Πώς τελείωσαν όλα (σχεδόν)

Είναι 5 το πρωί. Σε δύο ώρες αρχίζει η πρωινή δουλειά, που λογικά θα σταματήσει κατά τις 6 το απόγευμα, οπότε θα πάω σιγά σιγά να ξεραθώ. Μέχρι τότε όμως με περιμένουν πολλά. Πρώτα απ’ όλα η Νάντια έφυγε κι εγώ πρέπει να τελειώσω το χειρουργείο... Ο Λυκ, ο εργαλειοδότης με τα εννιά δάκτυλα, συνήθως γελαστός και ευχάριστος, δε μιλιέται. Όχι μόνο ξαγρύπνησε, τα άκουσε κι από τη Νάντια. Του ζητάω την πρώτη ραφή, νούμερο 2, μου δίνει 2.0. Την κόβω, ξαναράβω απ’ την αρχή, του ζητάω 2.0, μου δίνει 2, του ζητάω 0, μου ξαναδίνει 2.0. Την τρίτη φορά που του επισημαίνω την ασυνεννοησία μου πετάει ένα «με συγχωρείς, δε μιλάω καλά γαλλικά και δεν κατάλαβα τι είπες». Τον κοιτάζω λέγοντας «ξέρω ότι δε μιλάω καλά γαλλικά»· το βλέμμα μου, επειδή προέρχεται απευθείας από τη ρίζα της ύπαρξής μου, χωρίς μεσάζοντες, τον χτυπάει κατακούτελα. Να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει πιο ψαρωτικό βλέμμα απ’ όταν κρύβεται το πρόσωπο και φαίνονται μόνο τα μάτια. Τύφλα νά ‘χει το Βλέμμα που ρίχνει η γυναίκα μου σε κάποιον που μόλις την αποκάλεσε «κοπελιά» στη δουλειά. Ακολουθεί ο γνωστός καταρράκτης από «mais non, alors, tu parles bien», και χωρίζουμε σα φίλοι. Ήταν ωραία, Λυκ, ήταν ωραία κι ας κράτησε λίγο.
Λίγο πριν ξημερώσει, σέρνομαι στο δωμάτιο της εφημερίας. Εκεί, στον τοίχο, μόνο μια φωτογραφία στολίζει το κουτάκι μου, το κατά τα άλλα σα κελί. Είναι μια απ’ αυτές τις ελαφρώς ρετουσαρισμένες καρτ ποστάλ της Ακρόπολης, φωτισμένης μια νύχτα, και κανείς, ούτε οι πιο παλιοί, δε ξέρει να μου πει πως βρέθηκε εκεί. Και σκέφτομαι λίγο, μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν με πάρει ο ύπνος για την τελευταία μία ώρα και ένα τέταρτο της εφημερίας μου:
Ειλικρινά, μπορεί κανείς να μου πει, ειλικρινά, τι σημαίνουν όλα αυτά;

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Οι άνθρωποι που γνώρισα, μέρος δεύτερον: Βενσάν και Ζερεμί, και γιατί δεν είναι όλα άσπρο – μαύρο

Όταν τον γνώρισα το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «που πας αγόρι μου ξυπόλυτος...». Με το περήφανο όνομα Βενσάν ντι Μολινό ντ’ Αρντεμάρ, αυτός ο ευγενής νέρντ κίνησε να κάνει σταδιοδρομία στη νευροχειρουργική. Μετά, δεν ανταλλάξαμε ούτε κουβέντα για πολλούς μήνες, καθώς απέφευγα να μιλήσω σε κάποιον που, ακόμα κι αν καταλάβαινα τι έλεγε μιλώντας κατά σύστημα μέσα απ’ τα δόντια του και σε διαστημικές ταχύτητες, αμφιβάλλω αν θα συγκεντρωνόμουν στα λόγια του: με απασχολούσε σοβαρά η ερμηνεία του στίλβοντος παλαβού του βλέμματος, που δραπέτευε συχνά και με ευκολία από τα λεπτοκαμωμένα γυαλιά του. Άλλοτε έδειχνε ιδιαίτερα ευχαριστημένος, όταν άφηνε να του ξεφεύγουν ξαφνικά γελάκια. Άλλοτε σοβαρός στις παρουσιάσεις, άλλοτε προσηλωμένος στα καθήκοντα της εφημερίας, πάντα όμως με ένα ύφος ύποπτα κυνηγημένο. Με λίγα λόγια στα μάτια μου ο Βε Εμ Άς ήταν κάποιος γενικά βαρετός τύπος, που η σύναψη οποιασδήποτε κοινωνικής σχέσης πολυπλοκότερης από το salut θα κατέληγε σε μνημειώδη αποτυχία.

Ο Ζερεμί είναι ο δεύτερος νευροχειρουργός του Τόγκο. Για μένα η λέξη τόγκο ξυπνάει απλώς μια απροσδιόριστη παιδική ανάμνηση με γεύση μπανάνα – σοκολάτα. ‘Ομως το μυθιστορηματικό λευκό χαμόγελο σε μαύρο φόντο, η ζεστή του αντιμετώπιση και η μονίμως καλή διάθεση δε μου άφησαν περιθώρια για αμφιβολίες: αναγνώρισα τον πρώτο καιρό τον άνθρωπο που ήταν ξένος και επιβίωσε, ένιωσε διαφορετικός και εντάχθηκε και ήταν από τους λίγους ικανούς να καταλάβουν τη θέση μου και να συμπαρασταθούν. Στα 5 χρόνια που ο Ζερεμί δουλεύει στη Γαλλία, επισκέφτηκε την πατρίδα του δύο φορές, και οι δύο την πρώτη χρονιά. Κι όταν τον ρώτησα πως προφέρεται το όνομά του στη μητρική του γλώσσα δε φάνηκε να θυμάται. Οι μύθοι που τον συνοδεύουν είναι εντυπωσιακοί: ανήκει σε οικογένεια μάγων, ο πατέρας του είναι υπουργός, ο ίδιος είναι πρίγκηπας, και τι δεν άκουσα. Το μόνο που παραδέχεται ο ίδιος είναι ότι όταν τελειώσει την ειδικότητα θα είναι ο δεύτερος νευροχειρουργός στην πατρίδα του, τη στιγμή που ο πρώτος είναι ένας ηλικιωμένος που βρίσκεται ακόμα στη διαδρομή από τη μαγεία στην ορθόδοξη ιατρική. Ο ίδιος όταν επικαλείται τη μαγεία των δικών του, το κάνει μόνο για να καλαμπουρίσει με τους υπόλοιπους και την ονομάζει κοροϊδευτικά μαραμπού, όπως τους θρησκευτικούς δασκάλους του ισλάμ της βορειοδυτικής αφρικής, για να τους πικάρει για τη δική τους καταγωγή.

Κάποια στιγμή ο γραφικός τυπάκος από την Ελλάδα που τριγυρνούσε στην κλινική προφέροντας όλα τα «ε» με τον ίδιο ισοπεδωμένο τρόπο άρχισε να σχηματίζει εικόνα για τους μέχρι τότε αδρά σχεδιασμένους στο μυαλό του χαρακτήρες: όσο πιο ικανός στην κατανόηση του λόγου, τόσο πιο ακριβής στην «περιγραφή» του χαρακτήρα. Το ίδιο αντιλήφθηκαν και οι υπόλοιποι, άρχισα με λίγα λόγια να γίνομαι – από κοινωνική άποψη – πιο υπαρκτός στην ομάδα.

Ο κολοφώνας αυτής της κοινωνικοποίησης υπήρξε η εκ βαθέων εξομολόγηση του Βενσάν για την αδικία που υπέστη. Ύστερα απ’ αυτό, μπόρεσα είτε με συζητήσεις είτε παρατηρώντας ο ίδιος να καταλάβω ότι ο μεγάλος αρχηγός της κλινικής γοητεύτηκε από την ιδέα της εκπαίδευσης του Ζερεμί, ενός δυνάμει «εθνικού» νευροχειρουργού, που θα καθιστούσε τον ίδιο, ως μέντορά του, ουσιαστικά δημιουργό της νευροχειρουργικής σε μια ολόκληρη χώρα. Ο Ζερεμί επελέγη λοιπόν για τη μοναδική διαθέσιμη θέση ειδικού έναντι του – συνομιλίκου του στην ειδικότητα – Βενσάν, επιλογή που έγινε σχεδόν δύο χρόνια πριν τελειώσουν την ειδικότητα. Τα παράπονα για το Ζερεμί διατυπώνοναι από όλους σχεδόν τους ειδικευόμενους: εκμεταλλεύεται αυτή την εύνοια και αδικεί τους συναδέλφους του στη μοιρασιά των χειρουργείων και των εφημεριών, δουλεύει εις βάρος τους, κι άλλα...

Τελικά, αυτή η ιστορία έμεινε στα μάτια μου ως απόδειξη ότι σ’ αυτή τη γοητευτική χώρα η ανεκτικότητα και η αποδοχή της διαφορετικότητας έχουν επικρατήσει σε τέτοιο βαθμό που δεν αποτελεί πια ταμπού η θέση ενός τόσο διαφορετικού ανθρώπου σε μια ομάδα: κανείς δε σκέφτεται ότι θα κατηγορηθεί για ρατσισμό ή μισαλλοδοξία όταν κατηγορεί το Ζερεμί. Η προέλευσή του, μάλιστα, έγινε αιτία επικράτησης κι όχι αποκλεισμού.

Όσο για μένα, θυμάμαι τις πρώτες μέρες μου στην κλινική, που όλοι μου φαίνονταν ταιριαστοί με προσχηματισμένα καλουπάκια που είχα στο μυαλό μου από την προηγούμενη επαγγελματική μου ζωή. Αλίμονο, η πρόοδός μου στη γλώσσα σήμανε πρόοδο στην κατανόηση των χαρακτήρων, σκιαγράφησε σιγά σιγά τις λεπτομέρεις ανθρώπων που αρχικά μου φαίνονταν καρικατούρες, φιγούρες χωρίς γωνίες και ιδιαιτερότητες. Πιο πολύ από ποτέ βλέπω μπροστά στα μάτια μου να αποδεικνύεται ότι κανείς δε μοιάζει με κανέναν.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Το κουτί της Πανδώρας

Δεν το άνοιξα εγώ. Απροειδοποίητα στην εφημερία,

Ήταν μέσα η δοξασμένη μούχλα των υπογείων. Το σαμπλί του μεσιέ Ζακ και ο χαρούμενος σερβιτόρος, το εκκρεμές που κινείται. Παέλια στην πατρίδα της και η γλυκιά μας συμφωνία, φύκια δίπλα στα ψαροχώρια, μυρωδιές από ροδάκινα σε μπλέντερ που μιλούν ασιατικές διαλέκτους, ομελέτες με χελιδόνια, μαρμελάδες από πιπεριές φλωρίνης και της δονούσας η πανσέληνος, το τάβλι το αλατισμένο, απερίγραπτα κι ανείπωτα θάλασσες δροσερές, κι ανεμόμυλοι στις κορυφές, καρπούζια σε γεμάτα στομάχια, μαλάκια και αρθρόποδα και χορωδίες σε ρυθμούς απαλών ιστιοφόρων ταλαντώσεων, γιόγκι με βραχυπρόθεσμα πλάνα, δροσερά σύκα τα μεσημέρια, μπύρες με λεμονάδες και κερασμένοι καφέδες, μετρημένα μαρτίνι, παράθυρα σε στενάκια, αγορές με τακτοποιημένους πάγκους για αναστατωμένες ψυχές, αλλού ο σπάνιος ήλιος μας καίει τις πλάτες, σπουργίτια σε ηλεκτρικές κιθάρες και βλάσφημοι εσταυρωμένοι, νυχτερινές βόλτες σε έρημους ασφαλτόδρομους, κληματαριές πάνω απ’ τις κουβέντες μας, τα κρυμμένα όνειρα δεν τα ντρεπόμαστε, ένα ξωτικό θά ‘κλεψε τς μαγικές μου μπότες, ένας δολοφόνος μου κλείνει το μάτι, συμπλέγματα αναγεννησιακά λουσμένα στην άμμο (είμαστε πάντα παιδιά), υπερήλικες βιολιστές που κουρδίζουν τελικά στον τόνο της μικρής μας ιστορίας, άλλος χορεύει εγώ μέσα μου δακρύζω, άλλος μ’ αγκαλιάζει, άλλος βρίσκει το πνεύμα το χαμένο (μόνο ένα χρόνο), άλλος μου ζητάει φωτιά, άλλος τραγουδάει ξανά, άλλος αγαπάει ξανά, άλλος ξεσπάει σε γέλια επιτέλους και η ανάσα του ταξιδεύει ελεύθερη προς το βορρά, άλλος πατάει το γκάζι, η γνώριμη μυρωδιά της μυθικής σαλάτας

κι ανατρίχιασε η ψυχή μου.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

Γενέθλια



1.
Τηλεφώνησαν όλοι, με τη σειρά. Κι ο καθένας είπε αυτά που έπρεπε να πει, τα κανονισμένα από τις δονήσεις που εξέπεμψε ο γιούνγκιος, σχεδόν κβαντικός ψυχικός μου μηχανισμός. Άλλος περπατώντας μέσα στα έλατα, στη γλυκιά καλοκαιρινή βραδιά, άλλος με τις ιστορίες της καλής μας νιότης, που διαχέονται ευεργετικά στην τωρινή και μέλλουσα ζωή μας, άλλοι με το βλέμμα τους να απογειώνεται στο κατώφλι του Μεγάλου Καινούργιου, έχοντας κλείσει απαλά πίσω τους την πόρτα χωρίς κανείς να τους ακούσει. Κι άλλος καταλαβαίνοντας τα λάθη του και καταλαβαίνοντας ταυτόχρονα πως δε γινόταν να μην κάνει τα λάθη του κι έτσι, προς τι η απελπισία, είμαστε αυτό που είμαστε, κάνουμε αυτό που κάνουμε και λήξις, ο ντετερμινισμός κυβερνάει μόνο εκεί που επεμβαίνει η βούληση. Κι άλλος με το χαμόγελο σχεδόν να σχηματίζεται στο ακουστικό του τηλεφώνου, γιατί δεν το λέει αλλά το ξέρει, πως ζει επιτέλους την απλή ζωή. Ένας ένας, όλοι τους.


2.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα χάζευα κάτι αμερικανιές και έτρωγα τσιπς. Τότε δέχτηκα το τελευταίο τηλεφώνημα της ημέρας: «Θέλω να σε ενημερώσω ότι η διορία που είχες για την ολοκλήρωση των σχεδίων σου που απαρτίζουν το πρότζεκτ ‘τι πρέπει να κάνω μέχρι τα τριανταπέντε μου’ λήγει τα μεσάνυχτα».

Έβγαλα τη λίστα απ’ το πορτοφόλι και μέτρησα: περίπου οι μισές προτάσεις είχαν διαγραφεί. Η φωνή άρχισε να σχολιάζει με μια σκωπτική διάθεση που δε μ’ άρεσε καθόλου: «’Να παντρευτώ’... σπουδαίο σχέδιο ρε μεγάλε, κι εδώ που τα λέμε προς τι τόσες μουτζούρες;»

«Γιατί στην αρχή το σχέδιο έλεγε ‘να μην παντρευτώ’», απάντησα κατσούφης. «Αχά. Για να δούμε παρακάτω, ‘τουλάχιστον ένα τραγούδι μου στη δισκογραφία’, άααχαχα, καλό κι αυτό, το ‘τουλάχιστον’ μ’αρέσει...». Άρχισα να ενοχλούμαι. «Σχέδια κάνω ρε φίλε, ενοχλώ κανέναν;»

«You are pathetic», απάντησε. «Να δούμε, έχεις καμιά ελπίδα τουλάχιστον να μεταφέρεις κανένα απ’ αυτά, αν και για μεταφερόμενα μεταφερομένου τα βλέπω...»

«Είσαι άδικος: ορίστε, δες και μερικά απ’ αυτά που έσβησα: ταξίδια σε τόσα μέρη...»

«Ωπ, τί είναι αυτό; ‘Να γευτώ τις χαρές του ομαδικού έρωτα’; Ο Χριστός και η Παναγία, που ζεις παιδί μου, στα Μάταλα;» Κόντευε να πνιγεί απ’ τα γέλια.

«Ένα λεπτό, δες την ημερομηνία, ήμουν είκοσι χρονών και η φράση είναι ειρωνική, για να δείξω στους εξυπνάκηδες σαν κι εσένα μια αυτοσαρκαστική διάθεση, ότι δεν το πολυπίστευα...»

«Πρέπει να το πιστέψεις», μου είπε όταν ξαναβρήκε την ανάσα του. «Θα σου δώσω μερικές οδηγίες: Πρώτα κάνεις μεταμόσχευση εγκεφάλου στη γυναίκα σου. Εύκολο, έχεις και την τεχνογνωσία. Μετά, κάνεις μεταμόσχευση εγκεφάλου στον εαυτό σου. Εύκολο, τό ‘χει κάνει κι ο Σέπαρντ (του Λόστ, όχι του Γκρέυζ)». Ήταν φανερό ότι διασκέδαζε. Συνέχισε με όλη τη σειρά των ανεκπλήρωτων σχεδίων: να μάθω ένα πνευστό, να έχω δημοσιεύσει χι άρθρα στη βιβλιογραφία, να έχω παραδώσει διατριβή («Δόκτωρ, δόκτωρ!», τσίριζε), να, να, να...

Είχα μελαγχολήσει. Ήταν απίστευτο, η διορία είχε λήξει στ’ αλήθεια. «Πάντως, αν θες τη γνώμη μου», μου είπε κάποια στιγμή στην αρχή σοβαρά, «ένα πράγμα σε σώζει: δε βλέπω πουθενά γραμμένο το σχέδιο ‘να έχω μια σταθερή δουλειά’. Κι αυτό το κατάφερες μια χαρά!», γέλασε με ένα παρανοϊκό γέλιο κι έκλεισε.


3.
Ήπια ό,τι βρήκα μπροστά μου: τα πάντα χωρίς αλκοόλ. Είχα στο ψυγείο μόνο μια μπύρα, αλλά μου φάνηκε τρομερή μιζέρια και την άφησα στην ησυχία της. Παρόλα αυτά, κοιμήθηκα μόνο δυο ώρες και το πρωί είχα απίστευτο hangover. «Η ηλικία φταίει», μου ψιθύρησε μια φωνή, την ώρα που στον καθρέφτη σιγουρευόμουν ότι είμαι πάντα ο ίδιος. Χαμογέλασα.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Οι άνθρωποι που γνώρισα, μέρος πρώτον: Ο Φαέντιος και το καλάθι με τα φρούτα

Ο Φαέντ Ζ περπατάει στο διάδρομο και από το βάθος ακούγονται χορωδίες: «...είσαι ήρωας απ’ άλλο πλανήτη... με ειδική αποστολή κομήτη... ααα... να διώξει τ’ άδικο και το κακό από τη γη... κι έχει τη δύναμη του κόσμου μαγική... ααα...»

Για όλον τον κόσμο στο νοσοκομείο ο Φαέντ είναι ο Εφ Ζεντ. Σαν όνομα σούπερ-ήρωα που θα επέμβει πάντα την κατάλληλη στιγμή. Στα τριάντα του και λίγους μήνες πριν τελειώσει ειδικότητα αποτελεί το δεύτερο πιο δραστήριο χειρουργό στην κλινική. Μετά τον κύριο Α που τον έχει για δεξί του χέρι. Ταυτόχρονα βλέπει ασθενείς, λύνει προβλήματα σε όλα τα επίπεδα, εκπαιδεύει φοιτητές και νοσηλευτές, κάνει έρευνα, γράφει επιστημονικά άρθρα. Οι ιατρικές του γνώσεις είναι πλήρεις, για παράδειγμα ξέρει ακόμα και μαιευτική. Για χειρουργό, αυτό είναι το πιο σπάνιο χαρακτηριστικό που υπάρχει. Ζει πρακτικά μέσα στο νοσοκομείο και συνεχώς στο πρόσωπό του αντανακλά η υπέρτατη ευχαρίστηση που αντλεί από τη δουλειά του.

Φυσικά, τον λατρεύουν σχεδόν οι πάντες. Για μερικούς μάλιστα έχω την υποψία ότι κυριολεκτικά τον λατρεύουν, με αγαλματίδια, τελετές και τέτοια. Οι σενιόρ σκοτώνονται για να εφημερεύσουν μαζί του, οι νοσηλεύτριες τον παίρουν τηλέφωνο για οδηγίες ακόμα και τα σπάνια βράδια που περνάει σπίτι του, ο κύριος Α του εμπιστεύεται εν λευκώ τους ασθενείς του.

Έχει και κάποιες αντιπάθειες, κυρίως ανάμεσα στους συναδέλφους του. Λογικό, αφού όπως κάθε ιδιαίτερα ικανός άνθρωπος δυσκολεύεται να ανεχτεί την αδιαφορία και την τεμπελιά. Αν λάβουμε όμως υπόψην τη χαώδη διαφορά που τον χωρίζει από τους άλλους σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισής του από τους μεγάλους, οι τριβές του με τους συνεδέλφους του είναι οι ελάχιστες δυνατές. Κι αυτό γιατί δε «δίνει» ποτέ κανέναν, σέβεται τις απόψεις και διορθώνει τα λάθη είτε σιωπηλά είτε με τη συζήτηση.

Αν και λίγο πιο κοντός από τα αποδεκτά αντρικά πρότυπα, δεν είναι άσχημος, και με την κοινωνικότητα, το χιούμορ και την ετοιμολογία που υπαγορεύει η υψηλή του ευφυία κερδίζει τους πάντες και φυσικά τις γυναίκες. Οι γυναίκες τον θεωρούν λάφυρο και τον κυνηγάνε αλύπητα. Μερικές του κάνουν εξωφρενικές προτάσεις, κι όταν αυτός αρνείται, αυτές φρενιάζουν. Γίνονται «folles furieuses» και απειλούν να τον κατασπαράξουν όπως οι Μαινάδες τον Ορφέα.

Το θέμα με το Φαέντ είναι ότι όσο κι αν ψάξεις το «αλλά» δε βρίσκεις τίποτα. Σε ένα από τα πρώτα χειρουργεία που έκανα, έτυχε ο ασθενής να είναι έτοιμος ενώ εγώ βοηθούσα ακόμα τον κύριο Α στη διπλανή αίθουσα. Ο Εφ Ζεντ έστησε τον ασθενή, έπλυνε, έστρωσε και ενώ όλοι (αναισθησιολόγοι, εργαλειοδότες) παρακαλούσαν να χειρουργήσει αυτός για να ξεμπερδεύουν, αυτός επικαλέστηκε μια «δουλειά» στον όροφο για να με αφήσει να χειρουργήσω.

Ο Εφ Ζεντ γεννήθηκε στη Γαλλία αλλά έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Τυνησία, την πατρίδα των γονιών του. Αν κρίνω από τη μανία που δουλέυει για να καθιερωθεί στη Γαλλία, δεν πρέπει να έχει και τις καλύτερες αναμνήσεις. Δεύτερος ανάμεσα σε εννιά παιδιά, μιλάει για την οικογένειά του με τα καλύτερα λόγια. Όπως οι περισσότεροι μαγκρεμπέν, πατάει με ένα πόδι σε κάθε πατρίδα. Μια φορά όμως που ένας ασθενής άρχισε να ρωτάει όλους τους γιατρούς από που είναι η καταγωγή τους, μετά από τον Αλά που είπε «Ιορδανία», ο Φαέντ απάντησε με ψυχρό ύφος «Βιλνέβ ντ’ Ασκ», το προάστιο όπου κατοικεί, διαψεύδοντας το αραβικό χρώμα του δέρματός του.

Πριν λίγες μέρες, έγινε μια κλήρωση στην τραπεζαρία, την ώρα του μεσημεριανού, με έπαθλο ένα καλάθι με φρούτα. Όποιος μου εξηγήσει πώς έγινε κι αυτός ο αναμφισβήτητα χαρισματικός άνθρωπος κέρδισε το καλάθι ανάμεσα σε καμιά διακοσαριά γιατρούς, κερδίζει τα άπαντα του Καρλ Γιούνγκ στα γαλλικά. Εγώ πάντως, για ένα κρίσιμο δευτερόλεπτο, αισθάνθηκα ότι παίζω σε υπερπαραγωγή του Bollywood, και μάλιστα σε ρόλο κομπάρσου.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Winter revisited


Όλοι το παραδέχονται: αυτός ο χειμώνας είναι από τους πιο ήπιους που γνώρισε η πόλη. Παραμένει βέβαια ενοχλητικό το γεγονός ότι είναι ο δεύτερος μέσα στην ίδια χρονιά μετά τον κανονικό, που μας ξύλιασε τα συκώτια. Αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας: η ευχάριστη βροχούλα τσίρι τσίρι όλη μέρα κι όλη νύχτα, η δροσιά και η αύρα από τη βόρεια θάλασσα, η ομίχλη που δίνει, όπως και να το κάνεις, μια νότα μυστηρίου στην καθημερινότητα...

Οι γνωστές φάτσες κυκλοφορούν με τα κασκολάκια και τις καμπαρτίνες τους, στήνονται με τις ομπρέλες έξω από τους φούρνους για το ζεστό ψωμί και χουχουλιάζουν πάνω από τα φλυτζάνια του καφέ.

Ύστερα πέφτει η νύχτα, αλλά αργά, πολύ αργά, εκνευριστικά αργά θα έλεγα γιατί όταν φωτίζει ακόμα ο συννεφιασμένος ουρανός στις 11, ξέρεις ότι το κάνει μόνο για να σου θυμίσει ότι κάπου αλλού summer rules…

Τζάμπα χάρηκα, λοιπόν. Η άνοιξη ήταν σύντομη και τα κουνέλια εξαφανίστηκαν. Ή έπεσαν σε χειμερία νάρκη, τι να πω.

Απλώς, προβαίνω στη μοναδική πράξη αντίστασης που μπορώ να σκεφτώ: μέσα στη ντουλάπα μου στο γραφείο μας στην κλινική, κλειδωμένος, καλά κρυμμένος σε ανοξείδωτο θερμομονωτικό δοχείο, μονάκριβο τέκνο του ελληνικού πολιτισμού, ο γνήσιος, ο αληθινός, ο λυτρωτικός φραπές. Απόδειξη ότι εγώ, κουφάλες, την πατρίδα μου δεν την απαρνιέμαι ποτέ.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Η πόλη και οι φίλοι (κατά κάποιο τρόπο: Ι)

Μετά από ακανόνιστες πορείες στους λαβυρίνθους της πόλης, η τροχιά μου συνάντησε την Ιωάννα στην κεντρική πλατεία. Είχα ξεχάσει τη σύνθλιψη των αισθήσεων από το μπαρόκ που επιτίθεται κατά κύματα από κάθε γωνία. Καθήσαμε για καφέ, μας σέρβιρε γερμανός νέος με ολίγη γνώση της ελληνικής, κατάλοιπο της εποχής που δούλεψε γκαρσόνι στον Πλατανιά, στα Χανιά, η ενσάρκωση του ευρωπαίου πολίτη. Κουβενούλα και βόλτα στις σκιές της ιστορίας, φτάσαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το χωριό De Haan, στην ακτή. Στο δρόμο η ομίχλη θάμπωνε τα φώτα, θόλωνε τα λιβάδια και μ’ έκανε να νιώθω ανακούφιση για την παρέα. Σκοτεινά σπίτια στην άκρη του δρόμου με άγνωστους κατοίκους, αόρατους, και αραιοί οι προβολείς των αυτοκινήτων που διασχίζουν σιωπηλά την ομίχλη στον ορίζοντα. Στο γυρισμό, μουσική όπως πάντα (τι πιο ταιριαστό, ο Jack Loussier ξαναδίνει ζωή στον JSB), η ομίχλη επέστρεψε στην αγκαλιά της βόρειας θάλασσας κι εγώ στην πόλη μου, που άρχισα πια να τη νιώθω σα δεύτερο σπίτι.



Κάθησα με τους άλλους δύο της «τριάδας του Νέου Κόσμου» στο ίδιο τραπεζάκι, απέναντι από το δημαρχείο με το διάσημο καμπαναριό. Περίμενα και τον ίδιο σερβιτόρο, μικρές συνήθειες της πόλης, σημάδι ότι έχω αρχίσει να ζω κάπου εδώ, θα έλεγε ο Θάνος. Ακίνητοι, στρέφοντας μόνο τα κεφάλια αναμετριόμαστε μαζί της. Εξήντα ανθρωπο-έτη φιλίας. Και πίσω στην Αθήνα κι άλλα τόσα, κι ακόμα περισσότερα, ξεπερνούν την ηλικία ακόμα κι αυτής της πόλης, η μικρή μας ιστορία στέκεται στα ίσια απέναντι στη δική της. Στο γυρισμό, χωρίς μουσική, μόνο συζήτηση.



Κοιτάζω την Κατερίνα. Αν και με την κάμερα στο χέρι, ο στόχος να κρατήσει μια εικόνα της μεσαιωνικής πόλης γρήγορα ξεχνιέται, καθώς το βλέμμα της παγιδεύεται και παρασύρεται, στέκεται για δευτερόλεπτα έτσι αμίλητη, εκείνη κι άλλοι γύρω της συνθέτουν το μόνιμο tableau vivant των ανθρώπων που χαζεύουν τις ομορφιές της. Η εικόνα της θολώνει καθώς εστιάζω το βλέμμα μου λίγα μέτρα πιο πίσω. Εκεί όπου ο Σπύρος κυνηγάει το γιό του παίζοντας, το μοναδικό κινούμενο σύμπλεγμα στο σκηνικό εκείνων των δευτερολέπτων: κινούνται γελώντας, με βεβαιότητα ευτυχισμένοι: αυτή είναι η δύναμη, τόσο ισχυρή ώστε να τους αποκόπτει από το τοπίο και τους τοποθετεί στο δικό τους σύμπαν. Στην επιστροφή, shine on you crazy diamond, ο Waters αποδίδει τιμή στον Barrett ξορκίζοντάς τον, και μετά μου χαρίζει το στίχο που πάντα, πάντα, πάντα με κατακλύζει σ’ αυτές τις στιγμές: wish you were here.



Και για σένα, τι να πώ; Πάνε πέντε χρόνια από τότε που διέσχιζα για πρώτη φορά τα δρομάκια της Μπρυζ φωτογραφίζοντας αχόρταγα με την παροπλισμένη πια μηχανή, πασχίζοντας για εικόνες που θα παγίδευαν και την ατμόσφαιρά της. Πρέπει όμως να αποκαταστήσω μια αλήθεια: εκείνη την αξέχαστη νύχτα που κατρακύλησα σα μπάλα του μπόουλινγκ στα πλακόστρωτα, εκτελώντας βουστροφιδόν ελιγμούς και ακανόνιστες ταλαντώσεις με το Βασίλη να διασκεδάζει διακριτικά, ήμουν μεθυσμένος όχι από τη μαγική μπύρα του, αλλά από σένα, την παρουσία σου, τη ζωή που ζήσαμε, ζούμε και θα ζήσουμε, από αυτή την τεράστια δύναμη που με απέσπασε κι εμένα σχεδόν με βία και με τοποθέτησε στο σύμπαν που πάντα ήθελα να βρίσκομαι.



Κι εκεί, τελικά, εκεί...

Σάββατο 30 Μαΐου 2009

Πρωθύστερο (κατά κάποιο τρόπο: ΙΙ)

Πρώτα έγραψα το κείμενο για τη Μπρυζ. Μετά, έφυγα για το ταξίδι στην Αθήνα και η επιστροφή με βρήκε όπως περίμενα, δυσπροσάρμοστο και αγχωμένο. Ξέρω καλά πια γιατί δε θα προσαρμοστώ ποτέ: παραμένω προσκολλημένος στις ωραίες αθηναϊκές μέρες, τους δικούς μου ανθρώπους κι όλα όσα με κρατάνε (οξύμωρο) ήρεμο και ζωντανό αυτή την παράξενη εποχή.
Έτσι, πριν μπω στο χειρουργείο στρατολογώ μια ανάμνηση. Βουρτσίζω τα χέρια μου και το μυαλό μου γαληνεύει από τη μονότονη κίνηση και από το ταξίδι στις ωραίες στιγμές μου.

Ένα. Ο Κωστής τυλιγμένος με μια πετσέτα, το νερό στάζει από τα μαλλιά και τα γυαλιά στο άτυχο βιβλίο που βρέθηκε μπροστά του, ο αδερφός μου παρών, οι γονείς μου ετοιμάζουν τραπέζι και όλα γενικώς, ζέστη κάτω απ’τη φραγκιάτα. Μυρίζω το ανακάτεμα των σαμπουάν και των αντηλιακών, ακούγεται ο διακεκομμένος ήχος του τζετ σκι που πηδάει στα κύματα και ο αχός του κόσμου από την παραλία: ενοχλητικός τότε, ευεργετικός τώρα καθώς η ηχητική ανάμνηση μετατρέπει την εικόνα σε βίωμα.



Δύο. Θα ήταν καλύτερα να μην ακούγεται τίποτα, μόνο το κυματάκι. Χύνομαι στην καρέκλα, τα κορίτσια έχουν καταλάβει τις αιώρες, ο Δημήτρης κοιμάται στην πολυθρόνα του. Χαζεύω τη θέα, μοιάζει βγαλμένη από φτηνό πίνακα της Μονμάρτης, φορτωμένο με όλα τα αισθητικά στερεότυπα: φεγγάρι, αντανάκλαση στα σκοτεινά νερά, μακριά τα πλοία της Μεσογείου και ο δράκος που κοιμάται με το κεφάλι ακουμπισμένο ήσυχα στο έδαφος σαν τον Άλφι. Δεν πειράζει, ας παίζει Rolling Stones ή Dire Straits, κι ας μη μιλάει κανείς, τι τις χρειάζονται οι φίλοι τις κουβέντες...



Τρία. Τους βλέπω να κοιτάζουν τη θάλασσα του Μαρμαρά. Θα χαθούμε στα στενά της Πριγκήπου μα θα ξαναβρεθούμε στη μικρή πλατεία, θα τσιμπήσουμε τουριστικό κεμπάμπ και προτηγανισμένες πατάτες αλλά δε θα μας νοιάζει. Στα μάτια τους αντανακλούν τα μυστικά σήματα που στέλνει η Μυρτώ απ’ το μέλλον τους, κι εμείς το καταλαβαίνουμε γιατί τους ξέρουμε καλά, δεκαπέντε χρόνια και...



Τέσσερα, πέντε, έξι... Ο Τζιλιμπόι αφήνει το κινητό ανοιχτό κι ακούω την πρόβα, ή μέσα στο ιατρείο του ετεθ ακούω τη Μαρία από παλαιολιθικό τραντζίστορ με παράσιτα, ή

ουπς, τέλος χρόνου, πρέπει να καρφώσω το κρανίο (όχι στην αμμουδιά του σαχτούρη,το άλλο, το αληθινό)

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Κομπλικασιόν

Κοιτάζω επίμονα το φιλμ. Το γνώριμο αίσθημα παράλογης ελπίδας ότι αυτό που βλέπω θα εξαφανιστεί ως οφθαλμαπάτη, σα δυσοίωνη όαση. Το ανώμαλο σχήμα του αντικειμένου της απελπισίας μου δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας: απόστημα. Από τα βάθη του μυαλού μου ξεπετάγονται απρόσκλητα τα παιχνίδια με τον αδερφό μου, τα ατέλειωτα καλοκαίρια της Φοινικιάς πριν απο 20-25 (!) χρόνια: όπου, με φωνές Γιάννη Αγγελάκα επαναλαμβάνουμε τις φράσεις που μας φαίνονται θελκτικά απωθητικές: «Απόστημα! Έσπασε το απόστημα! Μπλιάαξ!»

Δεν το χωράει το μυαλό μου. Αντίδραση άρνησης της συμφοράς: «Δεν είναι δυνατόν. Ήταν ανάγκη; Σε μένα έπρεπε να συμβεί; Τώρα; Άντε τώρα να με ξαναεμπιστευτούν, σκατά, μέγντ».

Ο κύριος Α μας πλησιάζει αμέριμνος. Ρωτάει για τους ασθενείς, συμμετέχει για λίγο στην επίσκεψη, μετά πρέπει να φύγει, ξαφνικά σα να θυμήθηκε κάτι γυρνάει προς το μέρος μου: «Είδες το Ζερόμ Τ; Νοσηλεύεται στον 4ο. Φαίνεται πως έχει απόστημα, φέρε τις αξονικές στο γραφείο μου να το συζητήσουμε». Αυτό ήταν. Με λούζει κρύος ιδρώτας. Γαμώ το επάγγελμα που διάλεξα.

Στο γραφείο μουτρώνει λίγο όταν βλέπει την εικόνα. «Ξέρεις, δε θα κατηγορήσω ποτέ συνάδελφο για λοιμώδη επιπλοκή σε ασθενή του. Συμβαίνει σε όλους. Θέλω μόνο να σου πω ότι τον ασθενή μας με επιπλοκή τον παρακολουθούμε, τον κυνηγάμε, δε μας κυνηγάει. Να πας να τον δεις στον 4ο και, αν χρειάζεται, να τον ξαναχειρουργήσεις». Θυμήθηκα αυτομάτως κάτι παλιόφιλους στην Αθήνα. Που αποθηκεύουν στο κινητό τον ασθενή τους που δεν πήγε καλά ως «Pain in the ass».

Είδα το Ζερόμ Τ.

Την άλλη μέρα, μετά το χειρουργείο, με πλησίασε ο Μοαμέντ, με το γνωστό περιπαικτικό ύφος, απωθώντας τους πάντες στο δρόμο του, σα ρινόκερως με αραβικό μουσάκι. «Εσύ χειρούργησες το Ζερόμ Τ;», ρώτησε. Άνοιξε η γη να με καταπιεί. Προσπάθησα να ισορροπήσω ανάμεσα σε ένα cool ύφος του τύπου «εντάξει τώρα, συμβαίνουν αυτά», μια αμυντική διάθεση «εγώ, γιατί, έχεις κανένα πρόβλημα;» προσθέτοντας ταυτόχρονα ένα ελαφρώς συγκλονισμένο τόνο («δεν μπορώ να καταλάβω πως έγινε αυτό!») . Τελικά κατέληξα να πω «ναι», και ψέλισα με γαλλικά πιο άθλια από ό,τι συνήθως «μπορεί να συμβεί σε όλους, όχι;». «Όχι», απάντησε. «Συμβαίνει μόνο στους χειρουργούς».

Το βράδυ, όπως συμβαίνει σε όσους κοντοστέκονται στο κατώφλι του ύπνου, μ’ έλουσε το λυκόφως της σχιζοφρένειας. «Αυτός ο Μοαμέντ, δεν μπορώ να καταλάβω αν τον συμπαθούμε ή όχι, πότε ειρωνικός, πότε υποστηρικτικός», είπε η φωνή. «Κι ακόμα δεν έχω καταλήξει: αφρικανικός ή ασιατικός;». «Ευγένιε;», είπα και μισάνοιξα το ένα μάτι. «Ουί, ζε βουζ εκούτ;». «Άντε γαμήσου», του πέταξα, και γύρισα πλευρό.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Ήρθε η άνοιξη

Πολλαπλά δελτία ακραίων καιρικών φαινομένων λόγω της συνεχόμενης λιακάδας, νυχτώνει πια στις οκτώμισι κι είναι ακόμα αρχές Απριλίου. Ευλογημένο φαινόμενο του θερμοκηπίου, φροντίζει για τους ξενιτεμένους έλληνες. Τρία κουνέλια εμφανίστηκαν ξαφνικά κι άρχισαν να κυλιούνται στο χορτάρι γύρω απ’το νοσοκομείο, οι καλιακούδες δε γλιστράνε στην παγωμένη άσφαλτο, δεν ανατριχιάζω πια με τους δρομείς του σαββατοκύριακου και με τους ποδηλάτες που πέταξαν τις αδιάβροχες κουκούλες.

Οι συνάδελφοι έπαψαν σιγά σιγά να παρακολουθούν τους ασθενείς μου περιμένοντας την επιπλοκή, οι αναισθησιολόγοι δεν τρέχουν πια πανικόβλητοι στα τηλέφωνα όταν με βλέπουν, κι ο Κριστιάν, ο τραυματιοφορέας από τη Ρεουνιόν με καλημερίζει στα ελληνικά.

Ένα πρωί ο ουρανός γέμισε αερόστατα, ένα βράδυ ο δρόμος που οδηγεί στο σταθμό γέμισε από τεράστια γυαλιστερά μαύρα αγάλματα παχουλών μωρών και μια ντισκομπάλα φώτισε την πλατεία Θεάτρου με το φως των seventies.

Κόσμος στο μπαράκι της γωνίας, καθισμένοι στα τραπεζάκια στη λιακάδα απέναντι από την παλιά πόλη που κοκκινίζει στον ήλιο, και στην άλλη γωνία ένα «κορίτσι» στρουμπουλό, με αναπόφευκτα βαθύ ντεκολτέ πειράζει τους περαστικούς στα ch’ti.

Και οι παλίρροιες έρχονται τελικά, τι κι αν καθυστερούν λίγο, το κορίτσι μου ενθουσιάζεται κι εγώ απολαμβάνω αμίλητος. Το πούντο οργώνει την Ευρώπη, προσπερνάει τους ψηλομύτες γάλλους συναδέλφους του, ασταθές και συναρπαστικό, και η μουσική ακούγεται.

Ήρθε η άνοιξη, η ζωή κυλάει, οι φίλοι μιλάνε και βουίζουν, η ζωή κυλάει, η μουσική ακούγεται, η ζωή κυλάει, έτσι κι εγώ, φεύγω μα ξανάρχομαι πίσω.

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Η ωραία της Φλάνδρας


Βγήκα να περπατήσω στην οδό Mier. Κυριακή πρωί κατά τις 11, κόσμος άρχιζε να κυκλοφορεί παρά το κρύο και τη συννεφιά. Ο πλατύς πεζόδρομος περιβάλλεται από παλιά κτήρια που δίνουν το χαρακτήρα της πόλης, χωρίς όμως τη ψυχαναγκαστική περιποίηση των αντίστοιχων κτηρίων στη Μπρυζ που κάνουν τα πάντα για να σε πείσουν ότι ζεις σε άλλη εποχή. Αντίθετα, εδώ τα ισόγεια φιλοξενούν καταστήματα, εστιατόρια, μπαρ.

Καθώς κινούμαι, εισέρχομαι διαδοχικά στα μουσικά μικροσύμπαντα που διαμορφώνουν οι πλανόδιοι μουσικοί που στέκονται στις διασταυρώσεις με τα κάθετα δρομάκια. Πρώτα ένας βιολιστής που έχει προσαρμόσει το χωνί μιας τρομπέτας στο βιολί του με ιδιόμορφο μουσικό αποτέλεσμα. Δεν παίζει καθόλου άσχημα, στέκομαι για λίγο, όμως το ρεπερτόριό του αποκλείει την περίπτωση να είναι κάποιος διάσημος βιρτούζος μεταμφιεσμένος και να γίνω ακουσίως το αντικείμενο ενός άλλου πειράματος μιας άλλης Washington Post. Μετά ένας Bob Dylan – μαζί – με – την – ορχήστρα – του στη συσκευασία του ενός, φτιάχνει το κλίμα: Σ’ αυτή την πόλη συμβαίνουν πράγματα.

Φτάνω στο σταθμό, πραγματικό αρχιτεκτονικό κόσμημα. Στα γύρω δρομάκια τα δεκάδες εργαστήρια – κοσμηματοπωλεία, η πηγή του θρύλου αυτής της πόλης, η πηγή της ανά τους αιώνες ακτινοβολίας της. Κι όμως, τι παράξενο, ό,τι βλέπω προσφέρει και κάτι στο χαρακτήρα της πόλης, τα δρομάκια γύρω απ’το παλιό λιμάνι, ο ημιτελής, «κουτσός» καθεδρικός, η περίκλειστη πλατεία με τα κτήρια των συντεχνιών, το παράφωνο πολυόροφο κτίσμα της τράπεζας KBC που ορθώνεται σα τρύπα στο χωρόχρονο προς την καρδιά της Νέας Υόρκης του ’30.

Δεν ξέρω γιατί με συγκινούν οι πόλεις – λιμάνια της βόρειας Ευρώπης. Χαζέυω τα κανάλια και τα ποτάμια τους, σύμβολα της επαφής των ανθρώπων, πραγματικές αρτηρίες της ηπείρου. Κάποτε είχα περάσει δυο ώρες στην αίθουσα του μουσείου του λιμανιού στο Ρόττερνταμ κοιτάζοντας μια τεράστια μακέτα και ιστορικούς – γεωγραφικούς χάρτες, οδηγούς των καναλιών που συνδέουν τα λιμάνια της Βόρειας Θάλασσας τελικά με το Δούναβη, τη Μαύρη Θάλασσα, το Βόσπορο, τη Μεσόγειο. Tout se tient.


Τριγύρω περπατούν άνθρωποι που συζητάνε σε μια γλώσσα ξένη σε μένα. Φθόγγοι τοποθετημένοι ο ένας μετά τον άλλο βάσει κάποιας άγνωστης μαθηματικής ακολουθίας, ασυνάρτητη γλώσσα επινοημένη από παιδιά που παίζουν. Κι όμως βρίσκομαι μόλις μια ώρα μακριά απ’τις Βρυξέλλες, την πόλη χωρίς εκπλήξεις, την πόλη της οικείας γαλλικής γλώσσας. Και στην ίδια χώρα, το Βέλγιο. Ποιός αλήθεια εμπνεύστηκε την ύπαρξη μιας τέτοιας χώρας; Ποιός καφές χύθηκε και σε ποιό χάρτη για να ορίσει με την κηλίδα του τη συνύπαρξη ασχέτων λαών; Και ποιός είμαι εγώ για να μιλάω, ο Βαλκάνιος... Ορίστε λοιπόν το αποτέλεσμα, οι πόλεις οι δυώνυμες: Antwerpen – Anvers, όμως νομίζω ότι το πιο όμορφο όνομα είναι το τρίτο, το ελληνικό: Αμβέρσα, η ωραία της Φλάνδρας.

Στην επιστροφή φωτογραφίζω τους μοντέρνους ανεμόμυλους οδηγώντας κι ακούγοντας το σαμάνο: καμιά σημαία, καμιά πατρίδα. Προσπαθώ να φανταστώ ένα φουτουριστικό Δον Κιχώτη να τους επιτίθεται, αλλά μάταια.

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Δεν είμαι ο Σέπαρντ (part I)

Ο Σέπαρντ στεκόταν μπροστά στο παράθυρο του γραφείου και κοιτούσε τη βροχή που έπεφτε ράιθρου. «Κατάρα», σκέφτηκε, «αυτός ο καιρός με αρρωσταίνει. Έχω βαρεθεί, κάθε μέρα τα ίδια. Πάλι δύο ανευρύσματα χειρούργησα σήμερα, και το απόγευμα έναν όγκο του εγκεφαλικού στελέχους· για να τον αφαιρέσω χρειάστηκαν 9 ώρες. Εννιά ώρες μάχης με πραγματικό αντίπαλο τον εαυτό μου... Τα οράματα και η ανάμνησή της δε μ’ άφηναν να ησυχάσω, παντού έβλεπα το πρόσωπό της, ακόμα και στη φάτσα του αναισθησιολόγου, αλλά ευτυχώς τα κατάφερα. Ο ασθενής είναι σώος και αβλαβής και τώρα καπνίζει στο προαύλιο... Τι ξέρει κι αυτός; Αυτός έναν όγκο είχε, τον έβγαλα, ξεμπέρδεψε. Αυτός επωφελήθηκε από τη δικιά μου μεγαλοφυία. Αυτός θα φεύγει προς το ηλιοβασίλεμα πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Εγώ όμως; Εγώ; Για μένα τι μένει; Περνάω μια φάση που... που το μόνο που θέλω είναι να είναι καλά ο Σέπαρντ. Τα έχω βαρεθεί όλα, θέλω κάτι διαφορετικό, κάτι που πραγματικά θα με ταρακουνήσει...»

Χωρίς να χτυπήσει την πόρτα ο ειδικευόμενος μπήκε μέσα και φώναξε «Σέπαρντ, έχω κάτι που πραγματικά θα σε ταρακουνήσει». «Έχουμε πρόβλημα;» τον ρώτησε ο άλλος. «Και μάλιστα μεγάλο», απάντησε ο ειδικευόμενος, ένας 16χρονος με εξειδίκευση στην πραγματοποίηση εξαιρετικά δύσκολων και λεπτών επεμβάσεων σε ανελκυστήρες εν μέσω διακοπών ρεύματος, πλημμύρων και επιδημιών Εμπόλα. Λένε πως κάποτε χειρουργούσε σε ένα ελικόπτερο που πετούσε πάνω από το Εμπάιερ Στέιτ αποφεύγοντας την επίθεση του Κινγκ Κονγκ.

«Ηρέμησε λίγο, σκούπισε τα αίματα από τα χέρια σου και πες μου τι έγινε», είπε ο Σέπαρντ, με το μελαγχολικό του βλέμμα πιο ντετερμινιστικά πεσιμιστικό από ποτέ.


Χιλιάδες μίλια μακριά...


Ο Πάπαρντ στεκόταν στο γραφείο και κοίταζε τον τοίχο. «Μακάρι να μπορούσα να δω τι καιρό κάνει έξω», σκέφτηκε, «αν είχε ένα παράθυρο εδώ μέσα... Γαμώτο, έχω βαρεθεί, κάθε μέρα τα ίδια. Πάλι δυο κήλες αναβλήθηκαν σήμερα, κι ένα σκουλήκι το απόγευμα επειδή ο ασθενής κάπνιζε στο προαύλιο... Το μαλάκα, τι να καταλάβει κι αυτός; Αυτός αράζει στο εξάκλινο με το συγγενολόι κι εγώ πάλι έχασα τη μίζα από τς εταιρίες... Τώρα; Πώς θα πληρώσω τη δόση της πισίνας; Βαρέθηκα. Σκέφτομαι κι εκείνη... Την προϊσταμένη του ορόφου, βλέπω παντού τη φάτσα της, δε μ’ αφήνει σε ησυχία, μου τά ‘χει κάνει τούμπανα γιατί βάζω τους ασθενείς στα φορεία. Όλοι μου τά ‘χουν κάνει τούμπανα...»

Χωρίς να χτυπήσει την πόρτα ο ειδικευόμενος μπήκε και μουρμούρισε νωχελικά «Πάπαρντ, σόρρυ που στα κάνω τούμπανα, αλλά έχουμε πρόβλημα». «Τι πρόβλημα;» απάντησε ο άλλος. «Μεγάλο», είπε ο ειδικευόμενος, ένας 35άρης καραφλός με ξεκούμπωτη ρόμπα και εξειδίκευση στις φραπεδούμπες και τις βιοψίες τριχών. Λένε πως κάποτε έβγαλε ένα νύχι ολομόναχος.

«Ηρέμησε λίγο, σκούπισε τις σοκολάτες απ’ τα μούτρα σου και πες μου τι έγινε», είπε ο Πάπαρντ με το βλέμμα πιο αφόρητα βαριεστημένο από ποτέ.


Αφιερωμένο εξαιρετικά· συνεχίζεται...

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

El Dorado

Ένα πρωινό όπως τα χίλια προηγούμενα. Θα κατέβω χωρίς πολύ όρεξη, με αδιόρατο άγχος, αμφιβολία. Αν είχα πιει τουλάχιστον μια γουλιά καφέ. Θα αλλάξω, θα βάλω τα πράσινα. Θα αφήσω τα πράγματά μου στο ντουλάπι Νο 12, το κινητό στο «Théâtre», η ποδιά στην κρεμάστρα, η βέρα στον κρίκο με τα κλειδιά μου και μετά στην τσέπη. Θα χαιρετίσω, θα με αποκαλέσουν με τ’ όνομά μου, σιγά σιγά γίνομαι κάποιος. Θα πλυθώ προσεκτικά, βούρτσα, αντισηπτικό, σκούπισμα, αλκοόλ, στέγνωμα, ξανά αλκοόλ, ξανά στέγνωμα, θα μπώ στην αίθουσα.

Κοιτάζω γύρω μου. Είμαι μόνος μου. Σε πρώτο πλάνο. Σε δεύτερο πλάνο, θολοί συνεργάτες, αναισθησιολόγοι, εργαλιοδότρια, νοσηλεύτρια κίνησης, όλοι κινούνται με τους συνηθισμένους ρυθμούς τους, σα να μην είμαι εγώ.

Όλα έτοιμα, και καθώς ο αναισθησιολόγος απαντά με φυσικότητα «Ναι» όταν ρωτάω αν «μπορώ να ξεκινήσω;» αισθάνομαι σα παιδάκι που ζωγράφισε μουστάκι στο πρόσωπό του και φόρεσε το καπέλο του πατέρα του για να μοιάζει μεγάλος.

Το νυστέρι κόβει το δέρμα καθαρά, μια λεπτή κόκκινη γραμμή, μια απλή επίδρασή μου, η αρχή. Στέκομαι για μια στιγμή, μαζεύω το θάρρος που χρειάζομαι για την πρώτη κουβέντα στην εργαλιοδότρια, με φωνή σπασμένηκαι προφορά για κλάματα: «La bipolaire s’il vous plait»...

Και συνεχίζω.
Θα πάρω θάρρος, θα μπερδευτώ, θα τρομάξω, θα πιστέψω ότι έκανα μαλακία, όχι, false alarm, μα γιατί δεν έφτασα ακόμα, α, νά ‘το, θα ιδρώσω, θα κοπούν τα πόδια μου, θα μπερδέψω τα ονόματα των εργαλείων, όμως προχωράω σιγά σιγά. Κάνε ό,τι μαθαίνεις χρόνια τώρα. Τώρα.

«Μπορείτε να ειδοποιήσετε τον κ. Α., πιστεύω ότι τελείωσα». Ο κ.Α. έρχεται, ρίχνει μια αδιάφορη ματιά. Τελείωσες; Ναι. Όλα καλά; Ναι. Κλείσε και έλα για καφέ στην κουζίνα. ΟΚ.

Κλείνω.

Στέκομαι για ώρα πολύ μπροστά στο παράθυρο και παίζω αφηρημένα με τη βέρα μου. Χαζεύω το ψιλόβροχο, το σκοτάδι που πέφτει, τη χαμηλή πορεία των πανσελήνων.

«Ώστε αυτό είναι», σκέφτομαι.

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

Ο καλός καφές

Όπως κάθε εργαζόμενος που σέβεται τον εαυτό του στη Γαλλία, κάθε μέρα στις 12 ακριβώς τρέχουμε στην τραπεζαρία για το γεύμα. Υπάρχει μια ιεροτελεστία που περιλαμβάνει αρχικά το στήσιμο στην ουρά (συχνά για μισή ώρα!), ενώ στη συνέχεια παίρνουμε κατά σειρά: δίσκο, χαρτοπετσέτα, μαχαίρι, πηρούνι, κουταλάκι του γλυκού (προσοχή: όχι γλυκό του κουταλιού), ποτήρι (φθαρμένο από τα πολλά πλυσίματα στο πλυντήριο αλλά πάντα καθαρό), αναψυκτικό (ή αρωματισμένο νερό), γλυκό, σαλάτες, τυρί, και στο τέλος το κυρίως πιάτο (πάντα δύο ή τρεις επιλογές, απαραιτήτως μια για χορτοφάγους και τουλάχιστον ένα πιάτο με μη χοιρινό κρέας – η politically correct αντιμετώπιση της διατροφικής ιδιαιτερότητας των αράβων). Ακολουθεί το γεύμα (συνήθως κάθε κλινική συγκεντρώνεται σε καθορισμένο τραπέζι που παραδοσιακά «της ανήκει»), στο τέλος του οποίου πάντα κάποιος από τους συνδαιτημόνες προσφέρεται να φέρει καφέ για όλους.

Ο καφές είναι ένα θέμα. Ο ανυποψίαστος ταξιδιώτης – προσωρινός συνεργάτης πρέπει να γνωρίζει για να μη βρεθεί προ δυσάρεστης εκπλήξεως. Καταρχάς σημειώνεται ότι τα προσφερόμενα ροφήματα προέρχονται από ένα αυτόματο μηχάνημα που παρέχει τις εξής επιλογές:
α. Βραστό νερό
β. Ζεστό γάλα
γ. Ένα καυτό κατάμαυρο νερομπλούκι με δυσοίωνα πικρή οσμή. Ναι, αυτό ονομάζεται καφές.

Παραθέτω λοιπόν μια σειρά από οδηγίες για την αποφυγή κάθε κακοτοπιάς:

1. Ζητήστε τσάι. Θα σας φέρουν ζεστό νερό και αν είστε τυχεροί ένα φακελλάκι με το οποίο θα παρασκευάσετε κατά βούληση το ρόφημα. Εναλλακτικά, μπορείτε να πιείτε το ζεστό νερό (αφού το αφήσετε να κρυώσει). Η πιο ασφαλής επιλογή, και επιπλεόν ξεκούραστη.

2. Ζητήστε καφέ «με απίστευτα πολύ γάλα». Εξασφαλείστε ότι ο καφές δεν υπερβαίνει σε αναλογία το 1:6 επί του γάλακτος. Προσθέστε τουλάχιστον 5 κύβους ζάχαρης. Κλείστε τη μύτη σας. Δοκιμάστε με την άκρη της γλώσσας. Η επιλογή αυτή κρύβει κινδύνους, αλλά τι είναι η ζωή χωρίς λίγο ρίσκο;

3. Προσφερθείτε πρώτος απ’όλους. Κουραστικό, και γεμάτο ευθύνες. Σας δίνει όμως τη δυνατότητα να παρασκευάσετε ένα ρόφημα πειραματιζόμενοι και να αφήσετε τους άλλους να δηλητηριαστούν χωρίς τύψεις.

4. Παρασκευάστε καφέ χωρίς γάλα, αραιωμένο με ζεστό νερό, με προσθήκη ζάχαρης.
-Προσχή στην ποσότητα της ζάχαρης! Γενικά οι φυσιολογικοί άνθρωποι πεθαίνουν από κεραυνοβόλο πικριλίαση αν η ποσότητα της ζάχαρης που προστεθεί είναι μικρότερη από 50 γραμμάρια (περίπου 6 κουταλιές).
-Προσοχή στην αραίωση! Κάθε αραίωση μικρότερη από 1:10 θεωρείται επικίνδυνη και πρέπει να αποφεύγεται!
-Προσοχή στη θερμοκρασία! Το διάλυμα αυτό αποτελεί πρότυπο υψηλής θερμοχωρητικότητας και υπό Κ.Σ. παραμένει καυτό για 12-16 ώρες. Οδηγία: Περιμένετε 20 λεπτά. Κατόπιν πείτε 6 φορές το πάτερ ημών και μετά από κάθε μία φυσήξτε τον καφέ 12 φορές. Μετά τη διαδικασία μπορείτε να δοκιμάσετε με την άκρη της γλώσσας σας, αφού πρώτα την έχετε ασφαλίσει για ανήκεστο βλάβη από εγκαύματα. Πάντα να χρησιμοποιείτε πυρίμαχα γάντια! Το γυαλί είναι καλός αγωγός της θερμότητας.

Αν παρόλα αυτά θέλετε να ζήσετε στα όρια, αραιώστε σε 3 μέρη νερό και προσθέστε μόνο 2-3 κουταλιές ή κύβους ζάχαρης. Κατόπιν: Αφήστε να κρυώσει (βλ. παραπάνω), κλείστε τα μάτια, πάρτε βαθιά ανάσα, αναλογιστείτε τη ζωή σας, που είσασταν, που είσαστε, ποιο το νόημα όλων αυτών, πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός, πότε είμασταν παιδιά, που νά ‘ναι όλοι οι παλιοί σας φίλοι, ή μάλλον μη σπαταλήσετε τις τελευταίες σκέψεις σας αναλογιζόμενοι τη ζωή σας, έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα περάσει ολόκληρη μπροστά απ’ τα μάτια σας από μόνη της, σκεφτείτε μόνο τι πάτε να κάνετε, τι κρίμα τόσο νέος, και τι φρικτός θάνατος. Μετά δοκιμάστε.

5. Το ζήτημα του σκέτου καφέ
Το ζήτημα του σκέτου (χωρίς αραίωση – χωρίς γάλα – χωρίς ζάχαρη) καφέ τέθηκε για πρώτη φορά στη συνδιάσκεψη του Κιότο. Η ολομέλεια αποφάσισε ομόφωνα την κατάταξή του στα άκρως επικίνδυνα παρασκευάσματα και επέτρεψε τη χρήση του μόνο στη βιομηχανία και κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας. Κάποτε, εξαιτίας ενός ατυχήματος ένας άτυχος ήπιε μια γουλιά σκέτου καφέ. Τον βρήκαν με μια έκφραση απερίγραπτου τρόμου σχηματισμένη στο πρόσωπό του. Το περιστατικό πέρασε στο θρύλο και έγινε θέμα διηγήματος του Howard Philips Lovecraft. Ή θα γινόταν αν ο HPL δε μας είχε αφήσει χρόνους εδώ και εβδομήντα χρόνια.

Αυτά, και όποιος εξυπνάκιας πιστεύει ότι «για να απολαύσεις το σωστό γαλλικό καφέ πρέπει να τον πίνεις σκέτο», ας έρθει να μου το πει εδώ πάνω.

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

Θα κοιμηθώ όταν πεθάνω

Το τελευταίο καλοκαίρι που θυμάμαι ότι θα μπορούσα να είμαι ξέγνοιαστος ήταν το 2002, πριν πάω στο στρατό. Τότε, όμως, στην τελευταία εφημερία μου στο Γενικό Νικαίας κόντεψα να κολλήσω ηπατίτιδα C από ένα ναυάγιο της ζωής, και πέρασα τους δύο μήνες των διακοπών μου μέσα στην αγωνία. Από τότε:

Στο στρατό με πέρασαν για κάποιον άλλο και με έστειλαν στις πιο μάχιμες μονάδες τους να κρατάω ψηλά το ηθικό των λοκατζήδων

Στα χρόνια της ειδικότητας που ακολούθησαν έλιωσα στις εφημερίες, στη λάτζα και το άγχος της (επαγγλματικής) επιβίωσης

Το τελευταίο εξάμηνο προγραμμάτισα στην εντέλεια την προσωρινή μου μετανάστευση, προσδοκώντας σε καλύτερες και πιο ουσιαστικές επαγγελματικές ημέρες, που τις έχω ανάγκη και τις περιμένω χρόνια τώρα:

Το σεπτέμβρη ήρθα στη γαλλία για 20 μέρες, γράφτηκα στον ιατρικό σύλλογο που κατά τα φαινόμενα είναι πολύ σημαντικός θεσμός εδώ πάνω, πέρασα τη στρεσσάρα της πρώτης επαφής με την Κλινική, έμεινα σε εστία 2 Χ 3, έψαξα σπίτι και δε βρήκα, γύρισα στην αθήνα, δούλεψα ένα μήνα, μου είπαν ότι η εγγραφή στον ιατρικό σύλλογο δεν μπορεί να γίνει, έτρεξα και έβγαλα τα έγγραφα που έπρεπε, τα μετέφρασα, τα έστειλα τελευταία στιγμή, με έγραψαν, παράλληλα έτρεχα για χιλιάδες διαδικαστικά, παράλληλα διάβαζα για τις εξετάσεις, παράλληλα προσπαθούσα να δω και κανέναν άνθρωπο, πρώτη νοέμβρη ξανάφυγα, τα άφησα όλα πίσω κουβαλώντας 50 κιλά μπαγκάζια σα μετανάστης του 50, και άρχισα: το πρωί δουλειά μέχρι τις 7 το απόγευμα και στα διαλείμματα διάβασμα, το βράδυ διάβασμα, ύπνος 5 ώρες, πάλι στη γνωστή εστία, το πρωί δουλειά, το σαββατοκύριακο διάβασμα 30 ώρες, τη δευτέρα ξανά από την αρχή, στρεσσάρα προσαρμογής, στρεσσάρα γλώσσας, στρεσσάρα απουσίας αγαπημένων, πρόλαβα και βρήκα και σπίτι, ξαφνικά μου λένε ότι η εγγραφή μου στον ιατρικό σύλλογο είναι άκυρη, τρέχω, τους εξηγώ, δε με ξαναενοχλούν, το δεκέμβρη γυρίζω στην αθήνα, διαβολοβδομάδα, δίνω εξετάσεις, περνάω, τρέξιμο για τα υπόλοιπα διαδικαστικά, ψώνια, γυρίζω στη γαλλία με αυτοκίνητο, μπαίνω στο σπίτι, αγοράζω έπιπλα, μετακομίζω μόνος, ξανά κουβάλημα μέσα στο κρύο (πολύ κρύο), φτάνει το σαββατοκύριακο, στήνω έπιπλα, κυριακή βράδυ λέω: τώρα μπορώ να ηρεμήσω. Τώρα θα χαλαρώσω λίγο, θα ασχοληθώ επιτέλους με αυτό που ήθελα και τόσο περίμενα. Και τη Δευτέρα μου στέλνουν ένα γράμμα που λέει συγνώμη, αλλά σας διαγράψαμε από τον ιατρικό σύλλογο για λόγους παρατυπίας της εγγραφής σας.

Την πρώτη μέρα φρίκαρα.

Τη δεύτερη μέρα φρίκαρα.

Την τρίτη μέρα έβγαλα την κιθάρα, έπαιξα ένα τρίωρο σερί, ξεμπούκωσα, ξεθύμανα, ξαλάφρωσα και είπα: δε βαριέσαι, θα κοιμηθώ όταν πεθάνω.