Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Περί εφημερίας και άλλων δεινών

Πώς ξεκίνησαν όλα

Η φωνή στο τηλέφωνο ακούστηκε μια φωνή αταίριαστη με την περίσταση, γυναικεία, μεσήλιξ, σε ελεύθερη απόδοση: «Μαζί εφημερεύουμε πουλάκι μου; ωραία, ωραία, θα τα πάμε μια χαρά. Υπάρχει τίποτα μέχρι στιγμής που πρέπει να μου πείς, ψυχή μου; όχι; τέλεια, αρχίζουμε καλά. Ό,τι χρειαστείς εδώ είμαι». Η Νάντια Μπ. Καταγωγή, Μαρόκο. Επάγγελμα, νευροχειρουργός. Ηλικία, 50+. Εμφάνιση τέτοια που αν σε έβαζαν να μαντέψεις, θα έβρισκες το σωστό επάγγελμα μετά από 142 προσπάθειες, αφού προηγουμένως θα είχες δοκιμάσει τα «μαγείρισσα», «υπάλληλος σε προποτζίδικο», «περιπτερού», «μοδίστρα» και ό,τι άλλο κλισέ σου καρφώθηκε όταν ήσουν παιδάκι και διάβαζες αυτά τα –ας πούμε– βιβλία επαγγελματικού προσανατολισμού με τους χαρούμενους μπαμπάδες με τα ροδαλά μάγουλα που ήταν πάντα γιατροί, δάσκαλοι και πιλότοι.


Πώς κανόνισα μια διακομιδή

-Γκιά σας, είστε ο γκιατρός εφημπερεύων της ντευροχειρουργκικής;
-Νι, ιγώ είμι.
-Νται, πρόγκειται γκια ένταντ ασθεντή ντριανταπέντε χροντών που έμπεσε αμπό μπια ντουλάμπα και...
-Συγνώμη, είπατι τη λάμπα, διν κατάλαβα...
-...ντουλάμπα γκαι έφτασε σε γκώμα...
-Διν ίφτασι ακόμα;
-Ορίσντε;
-Συνεχίστι, ακούω.
-Γκάναμπε αγκσοντιγκή γκαι έχει έντα αιμπάντωμπα
-Καταλαβίνω, στο πάτωμα, αλλά από πού ίπισι ο ασθινής;
-Μποιός;
-Ίπισι από ψηλά;
-Αμπό ντη ντουλάμπα και έχω σντείλει την αγκσοντιγκή με το τελούρζ
-Συγνώμη, πόσο χρονών είνι ο ασθινής;
-...ντριανταπέντε γκαι...
-Μπορείτι να στείλιτι την αξονική;
-Μπάμπε μπάλι, ντην έχω σντείλει...
-Να σας πώ, δι στίλνιτι κι τον ασθινή, μπας και μπορίσω να συννινοηθώ καλύτιρα μαζί του;
-Μα είνται σε γκώμα...
-Διν πειράζει, μήπως αν ήταν καλά θα συνιννοούμουν;...


Πώς κυλούσαν τα πράγματα

Δυο τραυματίες έφτασαν στην εντατική των επειγόντων. Μου ζήτησαν για τον έναν απ’ αυτούς κρεβάτι στη μονάδα, μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας, θυμήθηκα την ελληνική μέθοδο (ν’ ανεβάσουμε αυτόν για να πάρουμε εκείνον αλλά για να κλείσει η συμφωνία πακέτο θα πάρετε και τον τρίτο τον μακρύτερο που τον βαρεθήκαμε να τον λιβανίζουμε τόσους μήνες, δε με νοιάζει αν δεν τον θέλει ο διεθυντής σου, ούτε ο δικός μου τον θέλει και είναι πιο δυνατός και πιο ψηλός, τί; να ανακαλέσεις, δεν ανακαλείς; ε, δεν τον παίρνουμε κι εμείς, βρες αλλού κρεβάτι, κλπ κλπ).
Πήρα τηλέφωνο στο μοναδίστα «έχουμε ένα νεαρό από τροχαίο μπλα μπλα» όλο αγωνία, έτοιμος για σκληρή επιχειρηματολογία τύπου «αν δεν τον πάρεις θα το πώ στη Νάντια», αλλά αυτός μου λέει «οκ, στείλτον σε ένα τέταρτο», «... κι εσύ κι γρύλλος σου», του είπα, αλλά δε θα καταλάβαινε ούτε αν μετέφραζα.
Με παίρνει απ’ την κλινική η Βαλερί, η νοσηλεύτρια, ο γιόκας της τις έφαγε από κάτι καλόπαιδα, του σπάσανε τη μύτη. Μετά, ένας τύπος στον τρίτο όροφο αποφάσισε ότι θέλει να φύγει δυο μέρες μετά το χειρουργείο: Συνήθης ιατρική στερεοτυπία * στερεοτυπία ελλιπούς γλωσσομάθειας = Στεροτυπίαmax («δε θεωρώ σώφρον να εξέλθετε τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα...» «Βαρέθηκα εδώ μέσα, θέλω να φύγω δε με νοιάζει τι μου λέτε, είμαι καλά» «Πιστεύω βαθιά ότι δεν είστε τόσο καλά όσο νομίζετε, το βλέπετε αυτό το σωληνάκι; μ’ αυτό σας χορηγούμε μορφίνη, κι έπειτα δε θεωρώ σώφρον να εξέλθετε τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα...» «Δε με νοιάζει σου λέω, λες να μην ξέρω από μορφίνες; είμαι καλά, αν δε μου τα βγάλεις τα τραβάω μόνος μου» «Θέλετε να το συζητήσουμε λίγο;» «Δε χρειάζεται, θα μου τα βγάλεις ή να τα τραβήξω;» «Δεν πρέπει να το κάνετε αυτό...» «Γιατί;» «Γιατί δε θεωρώ σώφρον να εξέλθετε τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα...»). Μετά χτυπάει το τηλέφωνο, οι παθολόγοι, μετά ξαναχτυπάει, οι νευρολόγοι, μετά ξαναχτυπάει, ο γιος της Βαλερί έκανε ακτινογραφία στη μύτη, μετά ξαναχτυπάει, οι ενδοκρινολόγοι (τι σκατά θέλουν αυτοί;), μετά ξαναχτυπάει, ο τύπος τράβηξε τα σωληνάκια, βαθιές ανάσες, don’t panic με μεγάλα γράμματα στο εξώφυλλο, έχω όλους τους -ολόγους, έχω το σκασμένο που πήγε και πλακώθηκε με τους μαγκρεμπέν των προαστίων, έχω και το μαλάκα που το θεωρεί σώφρον να εξέλθει τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα...


Ιντερλούδιο: η Πρώτη Εντολή της Εφημερίας

Εφημερεύοντα ειδικευόμενε, να κατουράς όταν έχεις χρόνο κι ας μην κατουριέσαι. Αν περιμένεις τη στιγμή που θα κατουριέσαι, δε θα έχεις χρόνο να κατουρήσεις.
Σημ. Η παραπάνω εντολή μπορεί να μετασχηματιστεί χρησιμοποιώντας τις λέξεις «τρως – πεινάς», «κοιμάσαι – νυστάζεις», «πίνεις νερό – διψάς», αλλά χάνεται η θαυμάσια παρήχηση του «κατουρ-».


Νυχτερινό χειρουργείο

Φτάνω στο χειρουργείο. Η ομάδα ψιλοκουβεντιάζει και μόλις με βλέπουν μου λένε «Et voilà! Για σένα μιλούσαμε...». Και τι έλεγαν;
«Πόσο σοβαρός είσαι».
Και να λοιπόν με τρεις λέξεις ο Λυκ, η Κοραλί και η Νάντια θέτουν σε κίνηση τα γρανάζια. Πόσο σοβαρός είμαι, ό,τι κι αν κάνω, όπως κι αν μιλάω, εν τέλει ό,τι κι αν είμαι. Επιτέλους, είμαι πάντα εδώ, θυμάμαι τη σημασία του να είναι κανείς σοβαρός. Που νά ‘ναι τώρα κάτι ψυχές, κοντεύει να ξημερώσει στην Ελλάδα, σουρούπωσε για τα καλά στα παιδικά μας χρόνια τα παρατεταμένα...
Το χειρουργείο αρχίζει, η Νάντια τελείως αναπάντεχα τα παίρνει στο κρανίο, δύσκολη ώρα. «Δεν έχω φάει και τίποτα», συμπληρώνει, κάτι που ακούγεται ιδιαίτερα απειλητικό από μια γυναίκα με τη μορφή της, νιώθω λίγο σαν το Χάνσελ. Έχω και την παρόρμηση να ρωτήσω αν φταίει η πολλή δουλειά ή το ραμαζάνι, αλλά μάλλον δεν είναι κατάλληλη η στιγμή. Κλασσικά τα εργαλεία χαλάνε, αναρρωτιέμαι αν υπάρχει το ισλαμικό αντίστοιχο της χριστοπαναγίας. Αν υπάρχει, πάντως, είναι σίγουρα αυτό που ακούγεται να ψιθυρίζει μέσα από τα δόντια της τη στιγμή που κυνηγάει την αιμορραγία με τη διαθερμία, με μανία προσωπικής βεντέτας, και η σιωπή όπως λέει και το κλισέ «κόβεται με το μαχαίρι». Όταν η αιμορραγία σταματάει η Νάντια επιστρέφει (σε ελεύθερη απόδοση πάλι) «βρε πουλάκια μου συγνώμη, είστε τόσο καλά παιδιά, τι κουραστική μέρα, στην ελλάδα έτσι είναι οι εφημερίες;», με ρωτάει. «Πώς έτσι;» λέω, «Τόσο μπουρδέλο», μου απαντάει με μια ξαφνική αναλαμπή της προηγούμενης διάθεσης, σαν τα τελυταία μπουμπουνητά της καταιγίδας που απομακρύνεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όλα είναι bipolaire…


Πώς τελείωσαν όλα (σχεδόν)

Είναι 5 το πρωί. Σε δύο ώρες αρχίζει η πρωινή δουλειά, που λογικά θα σταματήσει κατά τις 6 το απόγευμα, οπότε θα πάω σιγά σιγά να ξεραθώ. Μέχρι τότε όμως με περιμένουν πολλά. Πρώτα απ’ όλα η Νάντια έφυγε κι εγώ πρέπει να τελειώσω το χειρουργείο... Ο Λυκ, ο εργαλειοδότης με τα εννιά δάκτυλα, συνήθως γελαστός και ευχάριστος, δε μιλιέται. Όχι μόνο ξαγρύπνησε, τα άκουσε κι από τη Νάντια. Του ζητάω την πρώτη ραφή, νούμερο 2, μου δίνει 2.0. Την κόβω, ξαναράβω απ’ την αρχή, του ζητάω 2.0, μου δίνει 2, του ζητάω 0, μου ξαναδίνει 2.0. Την τρίτη φορά που του επισημαίνω την ασυνεννοησία μου πετάει ένα «με συγχωρείς, δε μιλάω καλά γαλλικά και δεν κατάλαβα τι είπες». Τον κοιτάζω λέγοντας «ξέρω ότι δε μιλάω καλά γαλλικά»· το βλέμμα μου, επειδή προέρχεται απευθείας από τη ρίζα της ύπαρξής μου, χωρίς μεσάζοντες, τον χτυπάει κατακούτελα. Να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει πιο ψαρωτικό βλέμμα απ’ όταν κρύβεται το πρόσωπο και φαίνονται μόνο τα μάτια. Τύφλα νά ‘χει το Βλέμμα που ρίχνει η γυναίκα μου σε κάποιον που μόλις την αποκάλεσε «κοπελιά» στη δουλειά. Ακολουθεί ο γνωστός καταρράκτης από «mais non, alors, tu parles bien», και χωρίζουμε σα φίλοι. Ήταν ωραία, Λυκ, ήταν ωραία κι ας κράτησε λίγο.
Λίγο πριν ξημερώσει, σέρνομαι στο δωμάτιο της εφημερίας. Εκεί, στον τοίχο, μόνο μια φωτογραφία στολίζει το κουτάκι μου, το κατά τα άλλα σα κελί. Είναι μια απ’ αυτές τις ελαφρώς ρετουσαρισμένες καρτ ποστάλ της Ακρόπολης, φωτισμένης μια νύχτα, και κανείς, ούτε οι πιο παλιοί, δε ξέρει να μου πει πως βρέθηκε εκεί. Και σκέφτομαι λίγο, μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν με πάρει ο ύπνος για την τελευταία μία ώρα και ένα τέταρτο της εφημερίας μου:
Ειλικρινά, μπορεί κανείς να μου πει, ειλικρινά, τι σημαίνουν όλα αυτά;

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Οι άνθρωποι που γνώρισα, μέρος δεύτερον: Βενσάν και Ζερεμί, και γιατί δεν είναι όλα άσπρο – μαύρο

Όταν τον γνώρισα το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «που πας αγόρι μου ξυπόλυτος...». Με το περήφανο όνομα Βενσάν ντι Μολινό ντ’ Αρντεμάρ, αυτός ο ευγενής νέρντ κίνησε να κάνει σταδιοδρομία στη νευροχειρουργική. Μετά, δεν ανταλλάξαμε ούτε κουβέντα για πολλούς μήνες, καθώς απέφευγα να μιλήσω σε κάποιον που, ακόμα κι αν καταλάβαινα τι έλεγε μιλώντας κατά σύστημα μέσα απ’ τα δόντια του και σε διαστημικές ταχύτητες, αμφιβάλλω αν θα συγκεντρωνόμουν στα λόγια του: με απασχολούσε σοβαρά η ερμηνεία του στίλβοντος παλαβού του βλέμματος, που δραπέτευε συχνά και με ευκολία από τα λεπτοκαμωμένα γυαλιά του. Άλλοτε έδειχνε ιδιαίτερα ευχαριστημένος, όταν άφηνε να του ξεφεύγουν ξαφνικά γελάκια. Άλλοτε σοβαρός στις παρουσιάσεις, άλλοτε προσηλωμένος στα καθήκοντα της εφημερίας, πάντα όμως με ένα ύφος ύποπτα κυνηγημένο. Με λίγα λόγια στα μάτια μου ο Βε Εμ Άς ήταν κάποιος γενικά βαρετός τύπος, που η σύναψη οποιασδήποτε κοινωνικής σχέσης πολυπλοκότερης από το salut θα κατέληγε σε μνημειώδη αποτυχία.

Ο Ζερεμί είναι ο δεύτερος νευροχειρουργός του Τόγκο. Για μένα η λέξη τόγκο ξυπνάει απλώς μια απροσδιόριστη παιδική ανάμνηση με γεύση μπανάνα – σοκολάτα. ‘Ομως το μυθιστορηματικό λευκό χαμόγελο σε μαύρο φόντο, η ζεστή του αντιμετώπιση και η μονίμως καλή διάθεση δε μου άφησαν περιθώρια για αμφιβολίες: αναγνώρισα τον πρώτο καιρό τον άνθρωπο που ήταν ξένος και επιβίωσε, ένιωσε διαφορετικός και εντάχθηκε και ήταν από τους λίγους ικανούς να καταλάβουν τη θέση μου και να συμπαρασταθούν. Στα 5 χρόνια που ο Ζερεμί δουλεύει στη Γαλλία, επισκέφτηκε την πατρίδα του δύο φορές, και οι δύο την πρώτη χρονιά. Κι όταν τον ρώτησα πως προφέρεται το όνομά του στη μητρική του γλώσσα δε φάνηκε να θυμάται. Οι μύθοι που τον συνοδεύουν είναι εντυπωσιακοί: ανήκει σε οικογένεια μάγων, ο πατέρας του είναι υπουργός, ο ίδιος είναι πρίγκηπας, και τι δεν άκουσα. Το μόνο που παραδέχεται ο ίδιος είναι ότι όταν τελειώσει την ειδικότητα θα είναι ο δεύτερος νευροχειρουργός στην πατρίδα του, τη στιγμή που ο πρώτος είναι ένας ηλικιωμένος που βρίσκεται ακόμα στη διαδρομή από τη μαγεία στην ορθόδοξη ιατρική. Ο ίδιος όταν επικαλείται τη μαγεία των δικών του, το κάνει μόνο για να καλαμπουρίσει με τους υπόλοιπους και την ονομάζει κοροϊδευτικά μαραμπού, όπως τους θρησκευτικούς δασκάλους του ισλάμ της βορειοδυτικής αφρικής, για να τους πικάρει για τη δική τους καταγωγή.

Κάποια στιγμή ο γραφικός τυπάκος από την Ελλάδα που τριγυρνούσε στην κλινική προφέροντας όλα τα «ε» με τον ίδιο ισοπεδωμένο τρόπο άρχισε να σχηματίζει εικόνα για τους μέχρι τότε αδρά σχεδιασμένους στο μυαλό του χαρακτήρες: όσο πιο ικανός στην κατανόηση του λόγου, τόσο πιο ακριβής στην «περιγραφή» του χαρακτήρα. Το ίδιο αντιλήφθηκαν και οι υπόλοιποι, άρχισα με λίγα λόγια να γίνομαι – από κοινωνική άποψη – πιο υπαρκτός στην ομάδα.

Ο κολοφώνας αυτής της κοινωνικοποίησης υπήρξε η εκ βαθέων εξομολόγηση του Βενσάν για την αδικία που υπέστη. Ύστερα απ’ αυτό, μπόρεσα είτε με συζητήσεις είτε παρατηρώντας ο ίδιος να καταλάβω ότι ο μεγάλος αρχηγός της κλινικής γοητεύτηκε από την ιδέα της εκπαίδευσης του Ζερεμί, ενός δυνάμει «εθνικού» νευροχειρουργού, που θα καθιστούσε τον ίδιο, ως μέντορά του, ουσιαστικά δημιουργό της νευροχειρουργικής σε μια ολόκληρη χώρα. Ο Ζερεμί επελέγη λοιπόν για τη μοναδική διαθέσιμη θέση ειδικού έναντι του – συνομιλίκου του στην ειδικότητα – Βενσάν, επιλογή που έγινε σχεδόν δύο χρόνια πριν τελειώσουν την ειδικότητα. Τα παράπονα για το Ζερεμί διατυπώνοναι από όλους σχεδόν τους ειδικευόμενους: εκμεταλλεύεται αυτή την εύνοια και αδικεί τους συναδέλφους του στη μοιρασιά των χειρουργείων και των εφημεριών, δουλεύει εις βάρος τους, κι άλλα...

Τελικά, αυτή η ιστορία έμεινε στα μάτια μου ως απόδειξη ότι σ’ αυτή τη γοητευτική χώρα η ανεκτικότητα και η αποδοχή της διαφορετικότητας έχουν επικρατήσει σε τέτοιο βαθμό που δεν αποτελεί πια ταμπού η θέση ενός τόσο διαφορετικού ανθρώπου σε μια ομάδα: κανείς δε σκέφτεται ότι θα κατηγορηθεί για ρατσισμό ή μισαλλοδοξία όταν κατηγορεί το Ζερεμί. Η προέλευσή του, μάλιστα, έγινε αιτία επικράτησης κι όχι αποκλεισμού.

Όσο για μένα, θυμάμαι τις πρώτες μέρες μου στην κλινική, που όλοι μου φαίνονταν ταιριαστοί με προσχηματισμένα καλουπάκια που είχα στο μυαλό μου από την προηγούμενη επαγγελματική μου ζωή. Αλίμονο, η πρόοδός μου στη γλώσσα σήμανε πρόοδο στην κατανόηση των χαρακτήρων, σκιαγράφησε σιγά σιγά τις λεπτομέρεις ανθρώπων που αρχικά μου φαίνονταν καρικατούρες, φιγούρες χωρίς γωνίες και ιδιαιτερότητες. Πιο πολύ από ποτέ βλέπω μπροστά στα μάτια μου να αποδεικνύεται ότι κανείς δε μοιάζει με κανέναν.