Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Κομπλικασιόν

Κοιτάζω επίμονα το φιλμ. Το γνώριμο αίσθημα παράλογης ελπίδας ότι αυτό που βλέπω θα εξαφανιστεί ως οφθαλμαπάτη, σα δυσοίωνη όαση. Το ανώμαλο σχήμα του αντικειμένου της απελπισίας μου δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας: απόστημα. Από τα βάθη του μυαλού μου ξεπετάγονται απρόσκλητα τα παιχνίδια με τον αδερφό μου, τα ατέλειωτα καλοκαίρια της Φοινικιάς πριν απο 20-25 (!) χρόνια: όπου, με φωνές Γιάννη Αγγελάκα επαναλαμβάνουμε τις φράσεις που μας φαίνονται θελκτικά απωθητικές: «Απόστημα! Έσπασε το απόστημα! Μπλιάαξ!»

Δεν το χωράει το μυαλό μου. Αντίδραση άρνησης της συμφοράς: «Δεν είναι δυνατόν. Ήταν ανάγκη; Σε μένα έπρεπε να συμβεί; Τώρα; Άντε τώρα να με ξαναεμπιστευτούν, σκατά, μέγντ».

Ο κύριος Α μας πλησιάζει αμέριμνος. Ρωτάει για τους ασθενείς, συμμετέχει για λίγο στην επίσκεψη, μετά πρέπει να φύγει, ξαφνικά σα να θυμήθηκε κάτι γυρνάει προς το μέρος μου: «Είδες το Ζερόμ Τ; Νοσηλεύεται στον 4ο. Φαίνεται πως έχει απόστημα, φέρε τις αξονικές στο γραφείο μου να το συζητήσουμε». Αυτό ήταν. Με λούζει κρύος ιδρώτας. Γαμώ το επάγγελμα που διάλεξα.

Στο γραφείο μουτρώνει λίγο όταν βλέπει την εικόνα. «Ξέρεις, δε θα κατηγορήσω ποτέ συνάδελφο για λοιμώδη επιπλοκή σε ασθενή του. Συμβαίνει σε όλους. Θέλω μόνο να σου πω ότι τον ασθενή μας με επιπλοκή τον παρακολουθούμε, τον κυνηγάμε, δε μας κυνηγάει. Να πας να τον δεις στον 4ο και, αν χρειάζεται, να τον ξαναχειρουργήσεις». Θυμήθηκα αυτομάτως κάτι παλιόφιλους στην Αθήνα. Που αποθηκεύουν στο κινητό τον ασθενή τους που δεν πήγε καλά ως «Pain in the ass».

Είδα το Ζερόμ Τ.

Την άλλη μέρα, μετά το χειρουργείο, με πλησίασε ο Μοαμέντ, με το γνωστό περιπαικτικό ύφος, απωθώντας τους πάντες στο δρόμο του, σα ρινόκερως με αραβικό μουσάκι. «Εσύ χειρούργησες το Ζερόμ Τ;», ρώτησε. Άνοιξε η γη να με καταπιεί. Προσπάθησα να ισορροπήσω ανάμεσα σε ένα cool ύφος του τύπου «εντάξει τώρα, συμβαίνουν αυτά», μια αμυντική διάθεση «εγώ, γιατί, έχεις κανένα πρόβλημα;» προσθέτοντας ταυτόχρονα ένα ελαφρώς συγκλονισμένο τόνο («δεν μπορώ να καταλάβω πως έγινε αυτό!») . Τελικά κατέληξα να πω «ναι», και ψέλισα με γαλλικά πιο άθλια από ό,τι συνήθως «μπορεί να συμβεί σε όλους, όχι;». «Όχι», απάντησε. «Συμβαίνει μόνο στους χειρουργούς».

Το βράδυ, όπως συμβαίνει σε όσους κοντοστέκονται στο κατώφλι του ύπνου, μ’ έλουσε το λυκόφως της σχιζοφρένειας. «Αυτός ο Μοαμέντ, δεν μπορώ να καταλάβω αν τον συμπαθούμε ή όχι, πότε ειρωνικός, πότε υποστηρικτικός», είπε η φωνή. «Κι ακόμα δεν έχω καταλήξει: αφρικανικός ή ασιατικός;». «Ευγένιε;», είπα και μισάνοιξα το ένα μάτι. «Ουί, ζε βουζ εκούτ;». «Άντε γαμήσου», του πέταξα, και γύρισα πλευρό.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Ήρθε η άνοιξη

Πολλαπλά δελτία ακραίων καιρικών φαινομένων λόγω της συνεχόμενης λιακάδας, νυχτώνει πια στις οκτώμισι κι είναι ακόμα αρχές Απριλίου. Ευλογημένο φαινόμενο του θερμοκηπίου, φροντίζει για τους ξενιτεμένους έλληνες. Τρία κουνέλια εμφανίστηκαν ξαφνικά κι άρχισαν να κυλιούνται στο χορτάρι γύρω απ’το νοσοκομείο, οι καλιακούδες δε γλιστράνε στην παγωμένη άσφαλτο, δεν ανατριχιάζω πια με τους δρομείς του σαββατοκύριακου και με τους ποδηλάτες που πέταξαν τις αδιάβροχες κουκούλες.

Οι συνάδελφοι έπαψαν σιγά σιγά να παρακολουθούν τους ασθενείς μου περιμένοντας την επιπλοκή, οι αναισθησιολόγοι δεν τρέχουν πια πανικόβλητοι στα τηλέφωνα όταν με βλέπουν, κι ο Κριστιάν, ο τραυματιοφορέας από τη Ρεουνιόν με καλημερίζει στα ελληνικά.

Ένα πρωί ο ουρανός γέμισε αερόστατα, ένα βράδυ ο δρόμος που οδηγεί στο σταθμό γέμισε από τεράστια γυαλιστερά μαύρα αγάλματα παχουλών μωρών και μια ντισκομπάλα φώτισε την πλατεία Θεάτρου με το φως των seventies.

Κόσμος στο μπαράκι της γωνίας, καθισμένοι στα τραπεζάκια στη λιακάδα απέναντι από την παλιά πόλη που κοκκινίζει στον ήλιο, και στην άλλη γωνία ένα «κορίτσι» στρουμπουλό, με αναπόφευκτα βαθύ ντεκολτέ πειράζει τους περαστικούς στα ch’ti.

Και οι παλίρροιες έρχονται τελικά, τι κι αν καθυστερούν λίγο, το κορίτσι μου ενθουσιάζεται κι εγώ απολαμβάνω αμίλητος. Το πούντο οργώνει την Ευρώπη, προσπερνάει τους ψηλομύτες γάλλους συναδέλφους του, ασταθές και συναρπαστικό, και η μουσική ακούγεται.

Ήρθε η άνοιξη, η ζωή κυλάει, οι φίλοι μιλάνε και βουίζουν, η ζωή κυλάει, η μουσική ακούγεται, η ζωή κυλάει, έτσι κι εγώ, φεύγω μα ξανάρχομαι πίσω.