Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Λίγα λόγια για το "Μείνε για λίγο..."




Εδώ και αρκετά καιρό ο Δημήτρης έπαψε να μου δίνει τα κείμενά του για μια γνώμη πριν τα στείλει για δημοσίευση. Κι αυτό όταν σταμάτησε να ελπίζει ότι θα πάρει ποτέ από μένα μια κριτική της προκοπής. Είναι η αλήθεια: αδυνατώ να διαβάσω κριτικά τα έργα του φίλου μου, και κατά κανόνα περιορίζομαι να επισημαίνω τα σημεία που με συγκίνησαν ή που θεωρώ πιο σημαντικά μέσα στο κείμενο.

Το «Μείνε για λίγο όταν θα έχουν φύγει όλοι» έχει προφανώς και για μένα μια επιπλέον ιδιαιτερότητα, ότι εξιστορεί μια περίοδο της φοιτητικής ζωής που μοιράστηκα με το συγγραφέα και μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, αυτή που αποκαλούμε «παρέα της χορωδίας», και προσπαθεί να καταγράψει το πώς προσπαθήσαμε στην αρχή της ενήλικης ζωής μας να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο. Συνεπώς κάθε πιθανότητα αντικειμενικής κριτικής πάει περίπατο. Δεν πειράζει όμως, δεν είχα τέτοιους σκοπούς έτσι κι αλλιώς. Ήθελα μόνο να τονίσω πόσο σημαντικό ήταν να κάτσει κάποιος να γράψει για μια περίοδο της σύγχρονης Ελλάδας που είναι ακόμα πολύ νωρίς για τα γίνει αντικείμενο των ιστορικών, αλλά και για μια περίοδο της ζωής μας που έχει ήδη παρέλθει οριστικά μέσα στη δίνη της κρίσης, αλλά και απλώς μέσα στη δίνη του χρόνου που περνάει και μας απομακρύνει από εκείνα τα χρόνια.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου δεν είναι πραγματικά πρόσωπα. Ο Δημήτρης συνδυάζει χαρακτηριστικά από διάφορους συντρόφους του της εποχής εκείνης για να συνθέσει τους πρωταγωνιστές του. Για παράδειγμα ο Στρατής διαθέτει το ακαδημαϊκό (και φυσικό έχω την εντύπωση;) προφίλ ενός, την ανεξάντλητη ενεργητικότητα ενός άλλου και την καλλιτεχνική ευαισθησία ενός τρίτου. Η σύνθεση αυτή δεν καθιστά τους χαρακτήρες εξωπραγματικούς, κάθε άλλο: καλύπτουν θέσεις παρόμοιες με αυτές υπαρκτών προσώπων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του συγγραφέα. Οι χαρακτήρες διαφέρουν αλλά οι ρόλοι τους και η επιδράσεις τους είναι τα ίδια.

Σε αντίθεση με τη σύνθεση των χαρακτήρων, η πλειοψηφία των περιστατικών και των γεγονότων που περιγράφονται στο βιβλίο είναι απόλυτη, αυτοβιογραφική μεταφορά της πραγματικότητας και αφορούν γεγονότα της ζωής του συγγραφέα. Κατά περίργο τρόπο, τα διάφορα περαστικά πρόσωπα είναι αληθινές περσόνες της Αθήνας (ή της επαρχίας, ενίοτε) και περνούν από το βιβλίο όπως ακριβώς πέρασαν από τη ζωή του Δημήτρη εκείνη την εποχή: ο δοτικός οδηγός της νταλίκας, ο χουντικός – ζητιάνος, η μεσήλικη βουλγάρα της Ρόδου. Το ίδιο και περιστατικά - ορόσημα της φοιτητικής μας ζωής όπως το ατύχημα στις Σπέτσες, το τραγούδι στην κηδεία και το βακχικό γλέντι στο Μπελφόρ. Η διαδοχική αναφορά σε όλα αυτά δημιουργεί την αίσθηση ενός σουρρεαλιστικού ψηφιδωτού: αν κάποιον ξενίζει η ταχεία και φαινομενικά ασύνδετη εναλλαγή ετερόκλητων γεγονότων και προσώπων, είναι γιατί δε βίωσε την εποχή εκείνη από το δικό μας πρίσμα: γιατί και στις δικές μας ζωές ταχύτατα εναλλάσσονταν αντιφατικά βιώματα όπως οι επαγγελματικές προκλήσεις και απογοητεύσεις, με τα όνειρα για δημιουργικότητα και έκφραση.

Σε κάθε σελίδα του βιβλίου διακρίνω την αγωνία του φίλου μου να μεταδώσει στον αναγνώστη του την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα μιας παρέας φοιτητών που ξεκίνησαν έναν άδικο αγώνα με τις καλύτερες προθέσεις, με όπλα την αγνότητά τους, τη λαχτάρα τους να κάνουν τέχνη και τη δύναμη που η συντροφικότητα δίνει στους ανθρώπους. Να περιγράψει με τον πιο ακριβή τρόπο ένα κομμάτι μιας γενιάς συκοφαντημένης, της δικιάς μου γενιάς. Γιατί η γενιά μου είχε ακόλουθους του ΚΛΙΚ, κυνηγούς της ευκαιρίας του χρηματιστηρίου, λάτρεις του χωρίς κόπο χρήματος, ανθρώπους που, ακούσια ίσως οι περισσότεροι, πλανήθηκαν από αυτές τις ευκολίες. Είχε όμως κι αυτούς που ενσυνείδητα τις αρνήθηκαν τότε και που συνέστησαν μια πλευρά της γενιάς αυτής, ίσως όχι αποκλειστικά δική της αλλά παρούσα με ένταση όπως και σε άλλες γενιές: αυτών ακριβώς, που δεν έψαξαν την επιτυχία στα επαγγελματικά και οικονομικά πεδία, και που συχνά μάλιστα αδιαφόρησαν γι’ αυτά με την αυτοπεποίθηση και την αφελή αίσθηση της ανωτερότητας που χαρίζει το βίωμα της δημιουργικότητας.

Υπό το σημερινό πρίσμα της καταιγίδας της κρίσης, τι πρόσφερε και που έφταιξε αυτό το κομμάτι της γενιάς μου; Ο συγγραφέας φαίνεται να απογοητεύεται από την πρώτη απάντηση που δίνει σε αυτά τα ερωτήματα: ένα κομμάτι του φοβάται μήπως οι δημιουργικές ανησυχίες της παρέας του δεν ήταν παρά μία πόζα, ένας τρόπος να ενταχθούν στο δύσκολο κόσμο άνθρωποι με «ιδιαιτερότητες» που δε θα τους επέτρεπαν να γίνουν αποδεκτοί σε πιο «ρεαλιστικές» συνθήκες. Και οι οποίοι, ως εκ τούτου, στο πρώτο φύσημα του ανέμου συμβιβάστηκαν και αρνήθηκαν τα όνειρά τους. Προς το τέλος του βιβλίου, ένα ξέσπασμα βίας καλείται να «εκφράσει» την απογοήτευση που προκύπτει από αυτή τη διάψευση. Αποτελεί μια συμπυκνωμένη και ανεξέλεγκτη «δράση» που συμβολίζει κατά κάποιο τρόπο τη δράση που θα μπορούσε, αλλά απέτυχε να αναλάβει αυτό το κάποτε ελπιδοφόρο κομμάτι αυτής της γενιάς. Η αδικαιολόγητη βία θυμίζει ξεσπάσματα της σημερινής γενιάς των 16ρηδων και των 20ρηδων, και φαίνεται να μένει ατιμώρητη. Ποια μεγαλύτερη τιμωρία όμως από την κατάρρευση που ακολουθεί στον ψυχικό και παραλίγο στο φυσικό κόσμο του πρωταγωνιστή; Ποια μεγαλύτερη τιμωρία για αυτή τη γενιά από το να αντικαθίστανται από τέτοια ξεσπάσματα (παρόντα μάλιστα μόνο στο φαντασιακό των πιο δημιουργικών και ανήσυχων από τα μέλη της) οι πολυαναμενόμενες δράσεις, τα όνειρα και τα οράματά της;

Πιστεύω όμως, τελικά, ότι στο βιβλίο διαφαίνεται και μια άλλου τύπου αποφασιστική απάντηση, βασισμένη στο πιο σημαντικό (κατά τη γνώμη μου) από όλα τα χαρακτηριστικά αυτής της παρέας: πρόκειται για το «tout se tient» για την αίσθηση ότι υπάρχει μια υπόγεια σύνδεση ανάμεσα στην τέχνη, τη δημιουργικότητα και τη μέθεξη που εμπνέει η συλλογική έκφραση, με την καθημερινότητα, τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς ως και τις επαγγελματικές συνήθειες. Το γεγονός δηλαδή ότι όταν έχεις ζυμωθεί με τη συντροφικότητα σε ένα περιβάλλον που η αγάπη και ο έρωτας κυβερνούν και που αναγνωρίζει τη μεγάλη (και τη μικρή...) Τέχνη σαν οδηγό, (θα έπρεπε να) είναι αδιανόητο ότι θα καλύψεις μια αμέλεια που οδηγεί σε εργατικό ατύχημα, ότι θα πάρεις φακελάκι ή μίζα, ότι δε θα συμμετέχεις στην κατάσβεση μιας πυρκαγιάς και ότι θα μείνεις ασυγκίνητος από ένα ανθρωπιστικό έργο που συντελείται ακόμα και πολύ μακριά από σένα. Ή ακόμα, αν θέλετε, ότι θα υποκύπτεις σε αλόγιστα ξεσπάσματα κατά μεταναστών και άλλων αδυνάτων, ή ότι θα επιδοκιμάζεις την εργασιακή εκμετάλλευση, όσο νομότυπη κι αν παρουσιάζεται. Και το λέω βασισμένος και στο δικό μου προσωπικό βίωμα, με τη νοερή δέσμευσή μου ενώπιον των ανθρώπων που αγαπάω (και με πολλούς από τους οποίους αυτά τα γεγονότα με έδεσαν), να είναι πραγματικά ο μόνος ιπποκράτειος όρκος που έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου.

Κι έτσι, σε όσους φαίνονται γλυκανάλατα και αδιάφορα όλα αυτά, θα πρέπει απλώς να καταλάβουν το εξής: ήταν απλά και αληθινά, και σε μεγάλο βαθμό μας έκαναν αυτό που είμαστε σήμερα, καλό ή κακό. Και αισθάνομαι τυχερός που τα έζησα και τα έχω ακόμα ως αναφορά. Και που έχω το βίωμα μιας συντροφικότητας, που θα έπρεπε σήμερα να είναι η μαγιά για να ξεκολλήσει η κοινωνία μας από το τέλμα της.

Με λίγα λόγια πιστεύω πως ναι, άξιζε τον κόπο να γράψει κάποιος για όλα αυτά.

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Το ποτάμι

Τα ξημερώματα της 8ης Μαΐου 1945 υπογράφηκε η συμφωνία συνθηκολόγησης της Γερμανίας, που σήμανε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τουλάχιστον για την Ευρώπη. Το γεγονός έλαβε χώρα στην πόλη Reims, καμιά 200ριά χιλιόμετρα ανατολικά από το Παρίσι, μια πόλη πνιγμένη από αμπελώνες και Ιστορία. Μέρα γιορτής σ’ όλη την Ευρώπη, και στη Γαλλία φυσικά. Ο νέος πρόεδρος, δίπλα δίπλα με τον απερχόμενο παρακολούθησαν τις εκδηλώσεις, παρουσιάζοντας με συμβολικό αλλά αναμφισβήτητο τρόπο μια κλίμακα αξιολόγησης της σπουδαιότητας των ιστορικών γεγονότων, δυο μέρες μετά από τις πιο αμφίρροπες αλλά και οξείς εκλογές των τελευταίων 30 χρόνων στη χώρα. Πώς διαφέρουν τα έθνη. Αναρρωτιέμαι τι φταίει που οι έλληνες δυσκολευόμαστε τόσο να βρούμε ένα δρόμο. Δε βρίσκω φυσικά απάντηση, αλλά πείθομαι σιγά σιγά ότι οι αφορισμοί του τύπου «δε θα αλλάξει ποτέ τίποτα» είναι το ίδιο βλακώδεις με τις κραυγές περί ανωτερότητάς μας έναντι άλλων λαών.

Δυο μέρες πριν, έβλεπα τα πρώτα αποτελέσματα των δικών μας εκλογών ‘παγιδευμένος’ στο Παρίσι λόγω υποχρεώσεων ανυπέρβλητων, κι όχι μόνο επαγγελματικών. Η ώρα των exit poll με βρήκε στο δρόμο, να περπατάω αντίθετα με το κύμα των οπαδών του Ολάντ που κατέβαινε σιγά σιγά προς τη Βαστίλλη για τους πανηγυρισμούς. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να κατέβω αργότερα για να πάρω μια ιδέα από την ατμόσφαιρα, κι επέστρεψα σπίτι.

Πιο πολύ κι από την έκπληξη, αυτό που με χτύπησε με την πρώτη εικόνα των αποτελεσμάτων των εκλογών στην Ελλάδα, ήταν η ανασφάλεια. Ήταν το ένστικτο που τραγουδάει μέσα μου (δυστυχώς;) αρκετά συχνά τελευταία, με τη μαγική φωνή του Τζόνι Κας: There is no easy way out. Ταυτόχρονα, ένα καμπανάκι, η αριστερή μου αναφορά, άρχισε να κουδουνίζει επίμονα, ένας κρυφός και σχεδόν ένοχος ενθουσιασμός.

Έδωσα στον εαυτό μου λίγο χρόνο. Την πολυτέλεια του λίγου χρόνου, της –λίγο πιο– ψύχραιμης άποψης. Κι άρχισα να χαζεύω στο ίντερνετ τις πρώτες αντιδράσεις. Φόβος, ανασφάλεια, αμφιβολία. Και μεγάλη απογοήτευση. Για το ποσοστό της χρυσής αυγής, του σύριζα, του καμμένου. Για την έλλειψη προφανούς αυτοδύναμης λύσης για κυβέρνηση. Φόβος της χρεωκοπίας. Φόβος της αναταραχής. Φόβος.

 Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε στα σχόλια ήταν η γενική δυσαρέσκεια για την λεγόμενη «πολυδιάσπαση του πολιτικού σκηνικού». Καταλαβαίνω τη δυσαρέσκεια από το σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων του πασόν και της νδ. Αλλά οι άλλοι γιατί δυσαρεστήθηκαν; Από αυτή την άποψη το αποτέλεσμα είναι ευανάγνωστο. Και, αν συμφωνούμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης μετά από μια τριακονταετία κυβερνήσεων του δικομματισμού, θεμιτό. Αν συμφωνούμε ότι ο δικομματισμός, εκφρασμένος από τα δύο συγκεκριμένα κόμματα, έπρεπε να τελειώσει, τι άλλου είδους αποτέλεσμα περιμέναμε;

Ευανάγνωστο επίσης είναι και το ποσοστό του κκε. «Καρφωμένο» ποσοστό ως απάντηση σε «καρφωμένες» επί χρόνια και χρόνια ιδέες. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτό, με τη διαφορά ότι, κάποια στιγμή, πρέπει να σταματήσει να δίνεται αυτή η απάντηση ως άλλοθι: ναι, οι απόψεις τους είναι γνωστές, τίμιες και σταθερές, αλλά πια εκτός από μούχλα μυρίζουν κι ευθυνοφοβία.

 Ευανάγνωστο αν και ενοχλητικά δύσπεπτο (για να παραμείνω ο βασιλιάς του understatement) είναι και το ποσοστό της χρυσής αυγής: θα έπρεπε δυστυχώς να έχει γίνει σαφέστερος ο διαχωρισμός μεταξύ του «πολιτικού» ερωτήματος περί λύσης στο μεταναστευτικό ζήτημα, και του «υπαρξιακού» ερωτήματος «λύνουμε τα προβλήματά μας στα πλαίσια κοινωνίας ή στα πλαίσια ζούγκλας;».

Παρόλα αυτά μπαίνω στο μετρό μπερδεμένος. Κατεβαίνω Saint Paul στη συνοικία Marais, και αρχίζω να βαδίζω προς τη Βαστίλλη, στη λεωφόρο Saint Antoine. Γύρω μου οι νέοι πίνουν, χορεύουν και τραγουδάνε. Κρατάνε και τριαντάφυλλα στα χέρια (όπως παλιά). Ανεβαίνουν στα φανάρια και στα αγάλματα για να στρίψουν τσιγάρα «ποζάροντας» με αυτό που στο μυαλό τους είναι η επαναστατική τους διάθεση. Αλλά (αν κοιτάξεις προσεκτικά θα το δεις κι εσύ) και στην καρδιά τους. Ο ενθουσιασμός τους είναι ανυπόκριτος και οι φωνές τους όσο πλησιάζω στην πλατεία γίνονται πιο δυνατές. Κι εκεί, όπου χιλιάδες συνωστίζονται και κρέμονται σαν τσαμπιά από το μνημείο της Βαστίλλης, δεν έχω πια καμία αμφιβολία: το κύμα τους είναι αληθινό.


Επτά στους δέκα από τους συγκεντρωμένους που πανηγυρίζουν είναι μετανάστες. Κρατούν γαλλικές σημαίες και σημαίες των πατρίδων τους, άγνωστες σε μένα πολύχρωμες αφρικανικές σημαίες. Είναι ξεκάθαρο, αυτοί δίνουν το ρυθμό, χοροπηδούν ανακουφισμένοι από την πτώση του Σαρκοζί. Πίσω από κλειστά παράθυρα, συντηρητικοί παριζιάνοι γκρινιάζουν («φυσικά, αφού τον ψήφισαν όλοι αυτοί που θέλουν να κάνουν το Παρίσι την πιο βόρεια αφρικανική πόλη, πώς να μη βγεί, αλλά ξέρω τι σας χρειάζεται»), και προετοιμάζονται για τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου: η Μαρίν Λεπέν τρίβει τα χέρια της.

 Η ευκαιριακή ψήφος. Αυτή που ωθεί την πολιτική σε κύκλους. Γιατί μας σοκάρει τόσο η ευκαιριακή ψήφος; Μήπως τόσα χρόνια αυτή δεν ήταν που έδινε εναλλάξ την κυβέρνηση στα δύο πρώην μεγάλα κόμματα στην Ελλάδα; Τώρα την πήραν ο καμμένος, ο σύριζα, η δημάρ, η χρυσή αυγή. Πόσο ώριμοι είμαστε για να δώσουμε την ψήφο μας (έστω και την ευκαιριακή) μετά από πολιτική σκέψη, κι όχι στα τυφλά; Τι ακριβώς από την πρόσφατη πολιτική ιστορία της Ελλάδας μας προϊδέαζε για στοχευμένη και ενημερωμένη ψήφο; Και ποιοί είναι έτοιμοι να τη δεχτούν; Αυτά σκέφτομαι βλέποντας τη γενική απαξία που πυροδότησε το εκλογικό αποτέλεσμα.

 Αυτά κι ακόμα περισσότερα: οι έλληνες είμαστε ένας λαός μεσογειακός, παρορμητικός. Τις μεγάλες ιστορικές στιγμές μας τις στιγμάτισαν συναισθηματικές αποφάσεις, και ποτέ βασισμένες στην κοινή λογική. Πόσο λογική ήταν η αντίδραση κατά του άξονα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; ή πιο πρόσφατα, με το Πολυτεχνείο; (και στη μικρασιατική καταστροφή, και στον εμφύλιο, λέει μια φωνή, ναι λέω εγώ, ακριβώς αυτοί είμαστε, όπερ έδει δείξε). Όποιος λοιπόν ζητάει από τον έλληνα να ψηφίσει με γνώμωνα τις γνώσεις του περί πρωτογενούς ελλείμματος, δημοσιονομικής προσαρμογής και πινακάκια του excel, όσο κι αν επικαλείται το ρεαλισμό προτείνοντας τις λύσεις του, απλώς χάνει μια σημαντική παράμετρο της πραγματικότητας.

Φωτογραφίζω τις παρέες που μου χαμογελούν, με ευχαριστούν που συμμετέχω στο πανηγύρι τους, εξωστρεφείς, γενναιόδωροι μετά τη νίκη, στη φαρέτρα τους νιώθουν να καίει το παντοδύναμο βέλος της αλληλεγγύης, φεύγουν, συνεχίζουν το τραγούδι. Τον προηγούμενο αιώνα τους κατακτήσαμε,τους αποικίσαμε, τους υποτάξαμε, τους φέραμε πιο κοντά μας, σκέφτομαι, και τώρα αυτοί επιστρέφουν. Επιστρέφουν να διεκδικήσουν αυτά που σε τελική ανάλυση τους δίδαξε το ευρωπαϊκό πνεύμα. Δικαιώματα. Και είναι σαφές: το ποτάμι δε γυρίζει πίσω, κοιτάζω τις πρώτες από τις εικόνες ενός μέλλοντος απολύτως αναπόφευκτα πολυφυλετικού. Και ταυτόχρονα νιώθω στο αίμα μου τη δύναμη αυτή: του κόσμου που αλλάζει, με κινητήρια δύναμη αυτούς τους ανθρώπους, μετανάστες ή όχι, που τραγουδάνε «αλλαγή» και δεν εννοούν την αλλαγή Σαρκοζί – Ολάντ αλλάκάτι βαθύτερο, τώρα το βρίσκουν κι αυτοί σιγά σιγά. Και η δύναμή τους είναι μεγάλη. Τόσο μεγάλη που όποιος την αγνοεί το πληρώνει, και αυτό που λέω, πιστέψτε με, δεν το νιώθω σαν απειλή, αλλά σαν απλή διαπίστωση ενός νόμου της ζωής πιο πραγματικού από όλα τα πρωτογενή ελλείμματα και όλους τους νόμους για την οικονομία και τις τράπεζες: οι λαοί κινούν την Ιστορία.

Αυτά λοιπόν τα λάθη χρεώνω στους φίλους μου που υποστηρίζουν τις φιλελεύθερες και τις «μνημονιακές» λύσεις. Επικαλούνται τον ορθολογισμό έναντι του λαϊκισμού και τους ξεφεύγει η πιο βασική παράμετρος της πραγματικότητας: η δύναμη του κόσμου, που όσο απολίτικος και νωθρός κι αν κατάντησε, διατηρεί το αντανακλαστικό της αντίδρασης στη σκληρή καταπίεση, το αρχέγονο αντανακλαστικό να αποφασίσει αυτός για το μέλλον του. Ευτυχώς.

 Η νύχτα προχώρησε, ψάχνω εκείνο το παλιό τραγούδι του Ντύλαν, νά ‘το.

Come gather 'round people wherever you roam
And admit that the waters around you have grown
And accept it that soon you'll be drenched to the bone
If your time to you Is worth savin' then you better start swimmin'
Or you'll sink like a stone for the times they are a-changin'.

Προχώρησαν κι οι μέρες, τα φώτα όλα στο σύριζα και τον Τσίπρα. «Αλέξη πές μου, με τι λόγια να στο πώ;». Έπρεπε να είστε πιο έτοιμοι. Έπρεπε να έχετε αποφύγει κάθε ίχνος λαϊκισμού. Έπρεπε να έχετε προβλέψει ότι πολύς κόσμος θα αναζητήσει ελπίδα στην αριστερά. Έπρεπε να ξέρετε ότι η ψήφος, ακόμα και με τη μορφή πυροβολισμού στα τυφλά, έχει αξία και φέρνει ευθύνη.

Ειλικρινά, δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος για το άμεσο μέλλον. Το λέω καθαρά γιατί έχει αξία να κάνει κανείς πράξη τις ιδέες του: θα στηρίξω την αριστερά ακόμα κι έτσι, μέσα στην ανασφάλεια και την αμφιβολία μου για το αν έχει την ικανότητα και την ωριμότητα να κυβερνήσει. Γιατί διαμόρφωσα την πολιτική γνώμη μου πρώτα και δε γίνεται να την αλλάξω τώρα με βάση την ποιότητα των πολιτικών μόνο. Αυτούς τους πολιτικούς έχουμε, είναι κομμάτι της Ιστορίας μας τα τελευταία τριάντα χρόνια, τα χρόνια της γενιάς μου. Και μεγάλωσα με την επιθυμία η γενιά μου να μην είναι απλώς η γενιά που θα θυμάται τις γιορτές του Πολυτεχνείου από το σχολείο. Η γενιά μου θα πιει τώρα το πικρό ποτήρι των μεγάλων γεγονότων. Ας το πιει χωρίς φόβο. Ή ας το πιει με το φυσικό, ανθρώπινο φόβο, κι όχι με το φόβο «της τιμωρίας από τις αγορές».

Θέλω να αποφασίσω για το μέλλον μου, κι αν δεν μπορώ πια, αν έχασα την ευκαιρία μου, θέλω τα παιδιά μου μετά από χρόνια να μπορούν να αποφασίζουν για το δικό τους. Και φαίνεται σιγά σιγά ότι θα καταλάβουν κι οι πιο σκληροπυρηνικοί στην ευρώπη ότι η επιβολή της οικονομίας στην πολιτική και η αναίσχυντη παρεμβολή στη δημοκρατία δεν ταιριάζει όχι μόνο με την μακριά ελληνική ιστορία, αλλά ούτε με τη σύντομη ευρωπαϊκή. Ότι η ευρώπη έχει χρέος να διατηρήσει την αλληλεγγύη της, αλλιώς δεν είναι πια ευρώπη, είναι κάτι άλλο, και αναρρωτιέμαι αν οι αυτοαποκαλούμενοι «φιλοευρωπαϊστές» θέλουν να αποτελούν μέρος της.

 Και ο φόβος; Η ανασφάλεια; Η χρεωκοπία; Λοιπόν, αν η μοίρα της γενιάς μου είναι να χρεωκοπήσει την Ελλάδα, μοίρα της είναι και να την ξαναχτίσει. Με όρους δικούς της. Δεν προχωράμε στη ζωή βαδίζοντας πάντα στην ασφάλεια, το έμαθα καλά αυτό τον τελευταίο χρόνο. Καλομάθαμε τριάντα χρόνια σε ανούσιες εναλλαγές εξουσίας, ασφαλείς και στάσιμοι. Ασφαλής δρόμος δεν υπάρχει. Τουλάχιστον θα τον διαλέξω εγώ το δρόμο μου, και οι αντιδράσεις που ακούω γύρω μου με πείθουν ότι είναι όντως δικός μου ο δρόμος και κανείς δε μου τον επιβάλλει, και κυρίως δεν μου τον επιβάλλει ο φόβος.

Φυσικά ακούω τις φωνές στο πίσω μέρος του μυαλού μου, «τη ρεαλιστική προσέγγιση»: Πώς είναι δυνατόν, πώς παραβλέπεις τον κίνδυνο, τις άμεσες συνέπειες, κι όλα αυτά απλώς για μια ιδεολογία, για μια ιδέα;

Επιστρέφω λοιπόν στο ρεαλιστή εαυτό μου τη φράση που με σημάδεψε, τη φράση με την οποία ο ήρωας του Καμύ, γιατρός Ριέ, βάζει τον ακρογωνιαίο λίθο του ανθρωπισμού (στην ιατρική κι όχι μόνο):

«Οι άνθρωποι, φίλε μου, δεν είναι ιδέα».

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Το τρίτο χρώμα

Τέλη Ιανουαρίου του 1996, ένα βροχερό βράδυ στην Αθήνα, την πήγα μέχρι το σπίτι της οδηγώντας μετά χιλίων βασάνων την Corolla του πατέρα μου. Είχαμε πάει σινεμά, μετά για ποτό στα εξάρχεια, στην ίντριγκα ή το ρεσιτάλ, που να θυμάμαι πια. Την άφησα έξω απ’ την πολυκατοικία και την παρακολούθησα μέσα από το τζάμι που είχε θαμπώσει ώσπου έκλεισε πίσω της η εξώπορτα. Ήταν ένα γλυκό βράδυ, κουβέντα, βιοθεωρίες και τέχνη, είμασταν όπως λέει και το κλισέ «γεμάτοι όνειρα κι ελπίδες». Είχα γυρίσει στο σπίτι οδηγώντας νωχελικά, με το τζαμάκι ανοιχτό για να μπαίνουν οι ψιχάλες. Ήταν ένα από τα βράδια που γέμισαν τα φοιτητικά μου χρόνια, που μ’ έκαναν λίγο ως πολύ αυτό που είμαι σήμερα. Γι’ αυτά θυμάμαι αυτή τη νύχτα. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη χώρα που τη θυμάται γιατί ήταν η μέρα που για μία μαλακία κόντεψε να εμπλακεί σε πόλεμο με την τουρκία.


Παρακολουθώντας από μακριά τα γεγονότα «περί το μνημόνιο και τη χρεωκοπία» έχω μια αίσθηση ιδιαίτερα ενοχλητική, ότι είμαι ανήμπορος όχι μόνο να δράσω, αλλά και να διαμορφώσω άποψη για τα πράγματα. Κάπως έτσι θυμήθηκα τα γεγονότα των ιμίων: γιατί, ήταν η τελευταία φορά που η χώρα βρέθηκε μπροστά σε ιστορικό δίλημμα, και γιατί τότε η άποψή μου είχε διαμορφωθεί αυτόματα, από τα πολιτικά και ιδεολογικά μου αντανακλαστικά: πολύ καλά κάναμε, αποφάσισα, που δεν μπήκαμε σε πόλεμο για δύο ξερονήσια, και μπορούσα πολύ εύκολα να ζήσω με την «εθνική ντροπή» της υποχώρησης, ακόμα και με το ανεκδιήγητο «ευχαριστώ» στους αμερικανούς. Φυσικά υπήρχαν θέματα που θεώρησα ότι έπρεπε να έχουν αντιμετωπιστεί διαφορετικά, και καταλάβαινα ότι η χώρα έβγαινε χαμένη από την ιστορία, αλλά το που έγερνε η ζυγαριά ήταν ξεκάθαρο, και ακόμα και σήμερα πιστεύω το ίδιο. Αλλά και η αντίθετη άποψη που εκφράστηκε, ότι δηλαδή έπρεπε να το παίξουμε πιο σκληρά αντράκια, υποστηρίχθηκε σε γενικές γραμμές από μια ομάδα ανθρώπων με τους οποίους με χώριζαν, ιδεολογικά, όρια τελείως ευδιάκριτα.

Τι μου συμβαίνει λοιπόν;

Στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει αν το μνημόνιο είναι απαραίτητο για να επιστρέψει η ελλάδα σε δρόμο ορθολογισμού. Όπως με το «στοίχημα του Πασκάλ», θα ακολουθήσουμε ένα δρόμο που μας φαίνεται πιο ασφαλής, βασισμένοι σε ασάφειες και σε σχεδόν «θεολογικού» τύπου επιχειρηματολογία. Ο βαθμός αβεβαιότητας για την αποτελεσματικότητα του μνημονίου είναι τέτοιος, που ακόμα και οι εμπνευστές του δεν είναι σίγουροι. Αν προσθέσουμε σε αυτή την αβεβαιότητα, τη σύγχυση που επικρατεί για τους μηχανισμούς της κρίσης, καθώς και ότι για να προσανατολιστεί κάποιος πρέπει να κατανοήσει σε βάθος έννοιες της οικονομικής επιστήμης απρόσιτες συχνά και για τους ειδικούς, αποκτάμε μια εικόνα της πολυπλοκότητας.

Μπερδευτήκαμε. Δε θα έπρεπε να βασίζουμε την άποψή μας σε δυσνόητες οικονομικές θεωρίες. Θα έπρεπε να βλέπουμε το στόχο. Και ο στόχος φυσικά πρέπει να είναι «να γίνει η ελλάδα σύγχρονο κράτος, να απαλλαγεί από τις αδιανόητα σαθρές δομές του παρελθόντος και του παρόντος της». Εντάξει, και «να αποπληρωθούν όσοι τη δάνεισαν». Αν όμως αυτοί οι στόχοι είχαν ως απαραίτητη συνιστώσα του σχεδίου και το απλό «να μη βυθίσει η λύση τους ανθρώπους στην απελπισία», οι ειδικοί είμαι σίγουρος ότι θα έβρισκαν τον τρόπο. Έτσι κι αλλιώς, πρόκειται για τεχνητούς κανόνες, που διαμορφώνονται, για νόμους ανθρώπινους, όχι για νόμους της φύσης.


Το πρώτο χρώμα της γαλλικής σημαίας, το μπλε, λέγεται ότι συμβολίζει την ελευθερία. Η ελευθερία είναι η έννοια που πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο στηρίχθηκε πάνω της ο δυτικός πολιτισμός. Χιλιάδες τόμοι γράφτηκαν και γράφονται, νόμοι και συνθήκες την προστατεύουν αλλά και την ορίζουν, μήπως και δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς τι σημαίνει. Η ελευθερία αγαπήθηκε πολύ και από τα σύγχρονα οικονομικά συστήματα. Ερμηνεύτηκε και με κάπως διφορούμενο τρόπο, εκφυλίστηκε σε «ελευθερία της οικονομίας» και τελικά «ελευθερία του κέρδους». Τζάμπα τόσο μελάνι και τόσοι κάλοι απ’τις χορδές στα δάχτυλα, ρε πούστη.


Αυτό που πραγματικά με κάνει να απορώ είναι η βεβαιότητα με την οποία οι άνθρωποι υποστηρίζουν τις απόψεις τους. Με τρομάζει λίγο αυτή η βεβαιότητα και με κάνει να αισθάνομαι και λίγο βλάκας: τι ακριβώς βλέπουν που εγώ δε βλέπω; Έχουν καταλάβει τόσο καλά τις παραμέτρους της λεγόμενης «κρίσης χρέους»; Ξέρουν τι θα γίνει αν τυχόν βγούμε από το ευρώ; Ξέρουν καν αν γίνεται να βγούμε; Εδώ δεν ξέρουν ούτε οι των βρυξελλών. Και οι καραμέλες τύπου «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε»: τι σημαίνει καταναναλώνουμε; Οι παροχές στην υγεία και την παιδεία είναι σ’ αυτά που καταναλώνουμε; Γιατί τότε μου φαίνεται ότι καταναλώνουμε λιγότερα απ’ όσα πρέπει! Και ενδεχομένως η πιο λογική λύση, με το φτωχό μου το μυαλό, να είναι να παράγουμε περισσότερο κι όχι να καταναλώνουμε ακόμη λιγότερο.

Επίσης, σχετικά με το χρέος, στα δικά μου τα μάτια υπάρχουν δύο «είδη» χρέους: αυτό που χρωστάμε στις ευρωπαϊκές χώρες, και που καλά θα κάναμε να το πάρουμε στα σοβαρά γιατί αφορά άλλους λαούς, που δουλεύουν σκληρά, πληρώνουν τους φόρους τους και δεν είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν για μας μια ζωή. Και αυτό που χρωστάμε σε ιδιώτες, τράπεζες, κερδοσκόπους, funds, και κάθε λογής φρούτο που πουλώντας και αγοράζοντας αέρα, με τεχνητό τρόπο φούσκωσε το χρέος σε δυσθεώρητα ύψη και τώρα διεκδικεί τα παράλογα κέρδη του. Αυτοί οι τελευταίοι δέχονται να κουρέψουν το χρέος ακριβώς γιατί έχουν κερδίσει τόσο πολλά που δε γίνεται ποτέ να βγουν χαμένοι. Σε ποιον φαίνεται λογικό να στεγνώσει η ελλάδα για να πληρωθούν αυτά τα υπερκέρδη; Κατά τη γνώμη μου σε όποιον πιστεύει σε αυτό το σύστημα, σε όποιον πιστεύει ότι «το κέρδος, αφού είναι νόμιμο, είναι και καλό, και πρέπει πάσει θυσία να διεκδικείται».

Βαρέθηκα να διαβάζω απλώς ότι φταίμε, και ότι πρέπει τώρα να παλέψουμε για να ξαναφτιάξουμε μια ελλάδα στηριγμένη αυτή τη φορά σε ισχυρούς πυλώνες, σοβαρή, ορθολογική, αξιοκρατική, πραγματικά ευρωπαϊκή. Συμφωνώ όχι απλώς απόλυτα, με όλο μου το είναι, ειλικρινά. Αυτό που δεν έχω καταλάβει είναι πως ακριβώς τεκμηριώνεται ότι χωρίς το μνημόνιο δε θα μπορέσουμε να τα κάνουμε όλα αυτά. Για να μην πώ ότι μου φαίνεται δύσκολο και στην ανάποδη ανάγνωση, πώς θα μπορέσουμε δηλαδή να τα κάνουμε όλα αυτά με το μνημόνιο να μας τσακίζει. Με λίγα λόγια, η μεγάλη μάχη που μας περιμένει για να κάνουμε την ελλάδα μια χώρα που αξίζει κανείς να ζει, θα δοθεί τα επόμενα χρόνια, και θα έπρεπε να αισθανόμαστε ικανοί και δυνατοί να τη δώσουμε ακόμα και μετά από μια χρεωκοπία.


Το λευκό χρώμα συμβολίζει την ισότητα. Η ισότητα είναι μια δύσκολη έννοια. Στην πορεία του χρόνου, γρήγορα μετατράπηκε από απόλυτη ισότητα σε «ισότητα των ευκαιριών». Ακόμα κι αυτή η τελευταία τραβάει τα πάνδεινα στις δυτικές κοινωνίες. Ο νεοφιλελευθερισμός δε διστάζει να την αποπέμψει οριστικά λέγοντας ανερυθρίαστα ότι, ενώ η ελευθερία αποτελεί πολύτιμο εφόδιο, η ισότητα είναι τελείως άχρηστη, ως και επιβλαβής για την πρόοδο της κοινωνίας. Συγκεκριμένα, η ισότητα καταδικάστηκε σε «de facto ανυπαρξία» η οποία πηγάζει από την ποικιλία ικανοτήτων και χαρακτηριστικών των ανθρώπων, που επιπλέον θα την καθιστούσε (κατά τη γνώμη τους) ισοπεδωτική δύναμη και τροχοπέδη της προόδου. Έτσι κοιμόμαστε το βράδυ σαν πουλάκια, ο γείτονας που έμεινε άνεργος μάλλον δε διάβαζε αρκετά στο σχολείο. Για την περίπτωση της ελλάδας, σίγουρα θα ήταν και φοροφυγάς.


Πώς μας βλέπουν οι ευρωπαίοι; Τι σκέφτονται για την ελλάδα και την κρίση; Η ερώτηση που δέχομαι από φίλους και γνωστούς με κάθε ευκαιρία. Η απάντηση κάθε φορά μου φαίνεται ελάχιστα πρωτότυπη κι ενδιαφέρουσα: Τι να σκέφτονται δηλαδή; Λυπούνται για μας, αλλά ξέρουν ότι κάναμε και τα λάθη μας. End of story. Οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους έχουν τα ίδια προβλήματα με μας, μερικές φορές νομίζω ότι δουλεύω στην αθήνα και απλώς όλοι μιλάνε γαλλικά. Φυσικά υπάρχουν δομές απείρως πιο οργανωμένες και ένας φυσιολογικός σεβασμός στο κράτος. Οι αγωνίες όμως είναι οι ίδιες, να ζήσουμε καλά, να είμαστε υγιείς, να αγαπάμε και να μας αγαπούν. Ο καθένας με τον τρόπο του. Έτσι, το πιο απλό πράγμα είναι να καταλάβουν τις δυσκολίες των ελλήνων και να συμπαρασταθούν. Πιστεύει κανείς ότι οι ευρωπαίοι λαοί πιέζουν για σκληρές λύσεις τύπου μνημονίου; Ξεχάστε το, αρκεί να ταξιδέψει κανείς ελάχιστα για να δει ότι οι σκέψεις, οι αγωνίες των ανθρώπων είναι κοινές. Δε χρειάζονται κοινωνιολογικές μελέτες και δημοσκοπήσεις, απλή λογική χρειάζεται.

Άραγε οι εμπνευστές της ενωμένης ευρώπης αυτό το μπάχαλο είχαν στο μυαλό τους; Για μένα αυτή είναι η μεγαλύτερη διάψευση από τα τελευταία γεγονότα. Υποτίθεται ότι στις ιδρυτικές της συνθήκες ή ένωση της ευρώπης έχει ως όραμα την πολιτική ένωση: κοινή εξωτερική πολιτική, κοινό στρατό, κοινούς στόχους. Βλέπω τους αμερικανούς φίλους της γυναίκας μου να χλευάζουν τα ευρωπαϊκά ιδεώδη: να μην καταλαβαίνουν τη θέση της έννοιας «ανθρώπινα δικαιώματα» σε αυτό το κατασκεύασμα, να αναρρωτιούνται τι κοινό βρίσκουν τόσο ετερόκλητοι λαοί, και σκέφτομαι «δεν καταλαβαίνουν, γιατί είναι ένα νεόκοπο έθνος. Επί της ουσίας ανάδελφο». Στο δικό μου το μυαλό, η ευρώπη δένεται από κοινές πολιτιστικές καταβολές, μακρόχρονους συνεκτικούς δεσμούς, ισχυρότερους από κάθε οικονομικό συμφέρον. Αναγνωρίζω στους γάλλους αξίες που με συγκινούν, πολύ περισσότερο από ότι αναγνωρίζω στους αμερικανούς, όσο χόλυγουντ και να δω, ή στους ιάπωνες, ή στους ινδούς.

Η αντιμετώπιση λοιπόν της ελλάδας από τους «εταίρους» τους τελευταίους μήνες, είναι για μένα μεγάλη απογοήτευση. Κάναμε λάθη ασυγχώρητα, όμως ένας ισχυρός θα έπρεπε να συγχωρεί τον αδύναμο. Η ανάλγητη τιμωρία, βασισμένη αποκλειστικά σε στεγνά οικονομικά μεγέθη δεν ταιριάζει στη φιλοσοφία της ευρώπης, ούτε στις αξίες της. Τουλάχιστον όχι στις ιστορικές στιγμές της που θα ήθελε να θυμάται. Ως έθνος οι έλληνες δε μάθαμε ποτέ να λειτουργούμε οργανωμένα και να σεβόμαστε το κράτος μας, ούτε ο ένας τον άλλο. Για όλα αυτά τα λάθη που κάναμε, την άγνοιά μας, χρειαζόμαστε βοήθεια, όχι τιμωρία.


Το τρίτο χρώμα, το κόκκινο, στέκεται συνήθως πάνω από τη λέξη «αδελφότητα». Αναρρωτιέμαι καιρό τώρα τι σημαίνει αυτή η μυστηριώδης έννοια. Κανένας δε μιλάει γι’ αυτήν. Λοιπόν, τώρα ξέρω: η αδελφότητα είναι το μυστικό συστατικό, που χωρίς αυτό η συνταγή δεν πετυχαίνει. Κι αν η ελευθερία και η ισότητα θεσπίζονται, η γαμημένη η αδελφότητα πρέπει να υπάρχει μέσα μας, αλλιώς κλάφτα. Και ακριβώς επειδή δεν ορίζεται, δε νικιέται με τίποτα, ούτε αλλοιώνεται, ούτε να την εκμεταλευτεί κανείς επιτήδειος γίνεται. Είναι η μικρότερη αδερφή του παραμυθιού, που κανείς δεν της δίνει σημασία, αλλά που στο τέλος γίνεται βασίλισσα.

Αυτή την αδελφότητα περιμένω από τους ευρωπαίους. Δεν την ανακάλυψα εγώ, τη διάβασα στα δικά τους τα βιβλία. Αυτοί μου τη δίδαξαν.

Αυτή την αδελφότητα ψάχνω ανάμεσα και στους δικούς μου τους συντρόφους, μάταια. Αρχίζουν τις φράσεις τους λέγοντας «φταίμε όλοι» και τις τελειώνουν λέγοντας «γι’ αυτό λοιπόν εσείς φταίτε περισσότερο». Καίνε τους κινηματογράφους και τα βιβλιοπωλεία. Ειρωνεύονται όσους κατεβαίνουν στους δρόμους για διαμαρτυρία, βολεμένοι στις δικές τους αμετακίνητες απόψεις. Μπλογκάρουν τις θεωρίες τους για τις αιτίες του κακού και, φίλε μου, οι πολλές θεωρίες αποτελούν προσβολή της πραγματικότητας όταν η πραγματικότητα έρχεται απλώς και σε χαστουκίζει στο μάγουλο: και η πραγματικότητα είναι ότι πολύς κόσμος στην πατρίδα περνάει δύσκολες ώρες.


Κι έτσι καταλήγω σιγά σιγά: αφού μας λύγισε ο φόβος, ας εφαρμοστεί το μνημόνιο. Ακόμα και τότε, να είστε σίγουροι, για να δούμε άσπρη μέρα θα πρέπει, όχι μόνο να οργανώσουμε το κράτος και να μάθουμε να το σεβόμαστε, όχι μόνο να αλλάξουμε παγιωμένες αντιλήψεις δεκαετιών, αλλά και να αντιδράμε κάθε φορά που κάποιος θα τσακίζει τους συνανθρώπους μας, που κάποιος θα διεκδικεί τα υπερκέρδη του, που κάποιος θα βολεύεται στην καρέκλα του, θα διορίζει τους δικούς του, θα απαξιώνει τα σχολεία και τα πανεπιστήμιά μας, θα διαμελίζει την κοινωνική πρόνοια και τη δημόσια υγεία. Κι όλα αυτά, παλιοί μου σύντροφοι, γίνονται μόνο με δύο τρόπους: ο ένας είναι η ψήφος, και ο άλλος είναι ο δρόμος.

Κι ακόμα κι αυτά δε φτάνουν. Θα πρέπει ακόμα να αφήσουμε πίσω μας τα χρόνια της αισθητικής του «κλικ», τα χρόνια της φιλοσοφίας του ελάχιστου κόπου και του μέγιστου κέρδους, των «γνωριμιών», της θολούρας. Και να ζωγραφίσουμε γύρω απ’τη σκληρή δουλειά με τα χρώματα τα γνωστά, να κάνουμε αυτά που ξέρουμε από παλιά: να αγαπάμε, να γράφουμε ωραία ποιήματα κι ωραία τραγούδια, να κάνουμε τέχνη ειλικρινή στους δρόμους.


Τι αστείο, εκείνη η ταινία, το γενάρη του ‘96, ήταν το Underground. Η ιστορία ενός εμφυλίου. Αλλά και μιας αγάπης, μιας αναγέννησης και μιας λύτρωσης.


Το ήξερα. Πάντα βρίσκω τις απαντήσεις που ψάχνω στις μικρές μου ιστορίες, στα χίλια λόγια των χαμογέλων, στην αγία τέχνη.