Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

Γενέθλια



1.
Τηλεφώνησαν όλοι, με τη σειρά. Κι ο καθένας είπε αυτά που έπρεπε να πει, τα κανονισμένα από τις δονήσεις που εξέπεμψε ο γιούνγκιος, σχεδόν κβαντικός ψυχικός μου μηχανισμός. Άλλος περπατώντας μέσα στα έλατα, στη γλυκιά καλοκαιρινή βραδιά, άλλος με τις ιστορίες της καλής μας νιότης, που διαχέονται ευεργετικά στην τωρινή και μέλλουσα ζωή μας, άλλοι με το βλέμμα τους να απογειώνεται στο κατώφλι του Μεγάλου Καινούργιου, έχοντας κλείσει απαλά πίσω τους την πόρτα χωρίς κανείς να τους ακούσει. Κι άλλος καταλαβαίνοντας τα λάθη του και καταλαβαίνοντας ταυτόχρονα πως δε γινόταν να μην κάνει τα λάθη του κι έτσι, προς τι η απελπισία, είμαστε αυτό που είμαστε, κάνουμε αυτό που κάνουμε και λήξις, ο ντετερμινισμός κυβερνάει μόνο εκεί που επεμβαίνει η βούληση. Κι άλλος με το χαμόγελο σχεδόν να σχηματίζεται στο ακουστικό του τηλεφώνου, γιατί δεν το λέει αλλά το ξέρει, πως ζει επιτέλους την απλή ζωή. Ένας ένας, όλοι τους.


2.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα χάζευα κάτι αμερικανιές και έτρωγα τσιπς. Τότε δέχτηκα το τελευταίο τηλεφώνημα της ημέρας: «Θέλω να σε ενημερώσω ότι η διορία που είχες για την ολοκλήρωση των σχεδίων σου που απαρτίζουν το πρότζεκτ ‘τι πρέπει να κάνω μέχρι τα τριανταπέντε μου’ λήγει τα μεσάνυχτα».

Έβγαλα τη λίστα απ’ το πορτοφόλι και μέτρησα: περίπου οι μισές προτάσεις είχαν διαγραφεί. Η φωνή άρχισε να σχολιάζει με μια σκωπτική διάθεση που δε μ’ άρεσε καθόλου: «’Να παντρευτώ’... σπουδαίο σχέδιο ρε μεγάλε, κι εδώ που τα λέμε προς τι τόσες μουτζούρες;»

«Γιατί στην αρχή το σχέδιο έλεγε ‘να μην παντρευτώ’», απάντησα κατσούφης. «Αχά. Για να δούμε παρακάτω, ‘τουλάχιστον ένα τραγούδι μου στη δισκογραφία’, άααχαχα, καλό κι αυτό, το ‘τουλάχιστον’ μ’αρέσει...». Άρχισα να ενοχλούμαι. «Σχέδια κάνω ρε φίλε, ενοχλώ κανέναν;»

«You are pathetic», απάντησε. «Να δούμε, έχεις καμιά ελπίδα τουλάχιστον να μεταφέρεις κανένα απ’ αυτά, αν και για μεταφερόμενα μεταφερομένου τα βλέπω...»

«Είσαι άδικος: ορίστε, δες και μερικά απ’ αυτά που έσβησα: ταξίδια σε τόσα μέρη...»

«Ωπ, τί είναι αυτό; ‘Να γευτώ τις χαρές του ομαδικού έρωτα’; Ο Χριστός και η Παναγία, που ζεις παιδί μου, στα Μάταλα;» Κόντευε να πνιγεί απ’ τα γέλια.

«Ένα λεπτό, δες την ημερομηνία, ήμουν είκοσι χρονών και η φράση είναι ειρωνική, για να δείξω στους εξυπνάκηδες σαν κι εσένα μια αυτοσαρκαστική διάθεση, ότι δεν το πολυπίστευα...»

«Πρέπει να το πιστέψεις», μου είπε όταν ξαναβρήκε την ανάσα του. «Θα σου δώσω μερικές οδηγίες: Πρώτα κάνεις μεταμόσχευση εγκεφάλου στη γυναίκα σου. Εύκολο, έχεις και την τεχνογνωσία. Μετά, κάνεις μεταμόσχευση εγκεφάλου στον εαυτό σου. Εύκολο, τό ‘χει κάνει κι ο Σέπαρντ (του Λόστ, όχι του Γκρέυζ)». Ήταν φανερό ότι διασκέδαζε. Συνέχισε με όλη τη σειρά των ανεκπλήρωτων σχεδίων: να μάθω ένα πνευστό, να έχω δημοσιεύσει χι άρθρα στη βιβλιογραφία, να έχω παραδώσει διατριβή («Δόκτωρ, δόκτωρ!», τσίριζε), να, να, να...

Είχα μελαγχολήσει. Ήταν απίστευτο, η διορία είχε λήξει στ’ αλήθεια. «Πάντως, αν θες τη γνώμη μου», μου είπε κάποια στιγμή στην αρχή σοβαρά, «ένα πράγμα σε σώζει: δε βλέπω πουθενά γραμμένο το σχέδιο ‘να έχω μια σταθερή δουλειά’. Κι αυτό το κατάφερες μια χαρά!», γέλασε με ένα παρανοϊκό γέλιο κι έκλεισε.


3.
Ήπια ό,τι βρήκα μπροστά μου: τα πάντα χωρίς αλκοόλ. Είχα στο ψυγείο μόνο μια μπύρα, αλλά μου φάνηκε τρομερή μιζέρια και την άφησα στην ησυχία της. Παρόλα αυτά, κοιμήθηκα μόνο δυο ώρες και το πρωί είχα απίστευτο hangover. «Η ηλικία φταίει», μου ψιθύρησε μια φωνή, την ώρα που στον καθρέφτη σιγουρευόμουν ότι είμαι πάντα ο ίδιος. Χαμογέλασα.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Οι άνθρωποι που γνώρισα, μέρος πρώτον: Ο Φαέντιος και το καλάθι με τα φρούτα

Ο Φαέντ Ζ περπατάει στο διάδρομο και από το βάθος ακούγονται χορωδίες: «...είσαι ήρωας απ’ άλλο πλανήτη... με ειδική αποστολή κομήτη... ααα... να διώξει τ’ άδικο και το κακό από τη γη... κι έχει τη δύναμη του κόσμου μαγική... ααα...»

Για όλον τον κόσμο στο νοσοκομείο ο Φαέντ είναι ο Εφ Ζεντ. Σαν όνομα σούπερ-ήρωα που θα επέμβει πάντα την κατάλληλη στιγμή. Στα τριάντα του και λίγους μήνες πριν τελειώσει ειδικότητα αποτελεί το δεύτερο πιο δραστήριο χειρουργό στην κλινική. Μετά τον κύριο Α που τον έχει για δεξί του χέρι. Ταυτόχρονα βλέπει ασθενείς, λύνει προβλήματα σε όλα τα επίπεδα, εκπαιδεύει φοιτητές και νοσηλευτές, κάνει έρευνα, γράφει επιστημονικά άρθρα. Οι ιατρικές του γνώσεις είναι πλήρεις, για παράδειγμα ξέρει ακόμα και μαιευτική. Για χειρουργό, αυτό είναι το πιο σπάνιο χαρακτηριστικό που υπάρχει. Ζει πρακτικά μέσα στο νοσοκομείο και συνεχώς στο πρόσωπό του αντανακλά η υπέρτατη ευχαρίστηση που αντλεί από τη δουλειά του.

Φυσικά, τον λατρεύουν σχεδόν οι πάντες. Για μερικούς μάλιστα έχω την υποψία ότι κυριολεκτικά τον λατρεύουν, με αγαλματίδια, τελετές και τέτοια. Οι σενιόρ σκοτώνονται για να εφημερεύσουν μαζί του, οι νοσηλεύτριες τον παίρουν τηλέφωνο για οδηγίες ακόμα και τα σπάνια βράδια που περνάει σπίτι του, ο κύριος Α του εμπιστεύεται εν λευκώ τους ασθενείς του.

Έχει και κάποιες αντιπάθειες, κυρίως ανάμεσα στους συναδέλφους του. Λογικό, αφού όπως κάθε ιδιαίτερα ικανός άνθρωπος δυσκολεύεται να ανεχτεί την αδιαφορία και την τεμπελιά. Αν λάβουμε όμως υπόψην τη χαώδη διαφορά που τον χωρίζει από τους άλλους σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισής του από τους μεγάλους, οι τριβές του με τους συνεδέλφους του είναι οι ελάχιστες δυνατές. Κι αυτό γιατί δε «δίνει» ποτέ κανέναν, σέβεται τις απόψεις και διορθώνει τα λάθη είτε σιωπηλά είτε με τη συζήτηση.

Αν και λίγο πιο κοντός από τα αποδεκτά αντρικά πρότυπα, δεν είναι άσχημος, και με την κοινωνικότητα, το χιούμορ και την ετοιμολογία που υπαγορεύει η υψηλή του ευφυία κερδίζει τους πάντες και φυσικά τις γυναίκες. Οι γυναίκες τον θεωρούν λάφυρο και τον κυνηγάνε αλύπητα. Μερικές του κάνουν εξωφρενικές προτάσεις, κι όταν αυτός αρνείται, αυτές φρενιάζουν. Γίνονται «folles furieuses» και απειλούν να τον κατασπαράξουν όπως οι Μαινάδες τον Ορφέα.

Το θέμα με το Φαέντ είναι ότι όσο κι αν ψάξεις το «αλλά» δε βρίσκεις τίποτα. Σε ένα από τα πρώτα χειρουργεία που έκανα, έτυχε ο ασθενής να είναι έτοιμος ενώ εγώ βοηθούσα ακόμα τον κύριο Α στη διπλανή αίθουσα. Ο Εφ Ζεντ έστησε τον ασθενή, έπλυνε, έστρωσε και ενώ όλοι (αναισθησιολόγοι, εργαλειοδότες) παρακαλούσαν να χειρουργήσει αυτός για να ξεμπερδεύουν, αυτός επικαλέστηκε μια «δουλειά» στον όροφο για να με αφήσει να χειρουργήσω.

Ο Εφ Ζεντ γεννήθηκε στη Γαλλία αλλά έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Τυνησία, την πατρίδα των γονιών του. Αν κρίνω από τη μανία που δουλέυει για να καθιερωθεί στη Γαλλία, δεν πρέπει να έχει και τις καλύτερες αναμνήσεις. Δεύτερος ανάμεσα σε εννιά παιδιά, μιλάει για την οικογένειά του με τα καλύτερα λόγια. Όπως οι περισσότεροι μαγκρεμπέν, πατάει με ένα πόδι σε κάθε πατρίδα. Μια φορά όμως που ένας ασθενής άρχισε να ρωτάει όλους τους γιατρούς από που είναι η καταγωγή τους, μετά από τον Αλά που είπε «Ιορδανία», ο Φαέντ απάντησε με ψυχρό ύφος «Βιλνέβ ντ’ Ασκ», το προάστιο όπου κατοικεί, διαψεύδοντας το αραβικό χρώμα του δέρματός του.

Πριν λίγες μέρες, έγινε μια κλήρωση στην τραπεζαρία, την ώρα του μεσημεριανού, με έπαθλο ένα καλάθι με φρούτα. Όποιος μου εξηγήσει πώς έγινε κι αυτός ο αναμφισβήτητα χαρισματικός άνθρωπος κέρδισε το καλάθι ανάμεσα σε καμιά διακοσαριά γιατρούς, κερδίζει τα άπαντα του Καρλ Γιούνγκ στα γαλλικά. Εγώ πάντως, για ένα κρίσιμο δευτερόλεπτο, αισθάνθηκα ότι παίζω σε υπερπαραγωγή του Bollywood, και μάλιστα σε ρόλο κομπάρσου.