Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Το κουτί της Πανδώρας

Δεν το άνοιξα εγώ. Απροειδοποίητα στην εφημερία,

Ήταν μέσα η δοξασμένη μούχλα των υπογείων. Το σαμπλί του μεσιέ Ζακ και ο χαρούμενος σερβιτόρος, το εκκρεμές που κινείται. Παέλια στην πατρίδα της και η γλυκιά μας συμφωνία, φύκια δίπλα στα ψαροχώρια, μυρωδιές από ροδάκινα σε μπλέντερ που μιλούν ασιατικές διαλέκτους, ομελέτες με χελιδόνια, μαρμελάδες από πιπεριές φλωρίνης και της δονούσας η πανσέληνος, το τάβλι το αλατισμένο, απερίγραπτα κι ανείπωτα θάλασσες δροσερές, κι ανεμόμυλοι στις κορυφές, καρπούζια σε γεμάτα στομάχια, μαλάκια και αρθρόποδα και χορωδίες σε ρυθμούς απαλών ιστιοφόρων ταλαντώσεων, γιόγκι με βραχυπρόθεσμα πλάνα, δροσερά σύκα τα μεσημέρια, μπύρες με λεμονάδες και κερασμένοι καφέδες, μετρημένα μαρτίνι, παράθυρα σε στενάκια, αγορές με τακτοποιημένους πάγκους για αναστατωμένες ψυχές, αλλού ο σπάνιος ήλιος μας καίει τις πλάτες, σπουργίτια σε ηλεκτρικές κιθάρες και βλάσφημοι εσταυρωμένοι, νυχτερινές βόλτες σε έρημους ασφαλτόδρομους, κληματαριές πάνω απ’ τις κουβέντες μας, τα κρυμμένα όνειρα δεν τα ντρεπόμαστε, ένα ξωτικό θά ‘κλεψε τς μαγικές μου μπότες, ένας δολοφόνος μου κλείνει το μάτι, συμπλέγματα αναγεννησιακά λουσμένα στην άμμο (είμαστε πάντα παιδιά), υπερήλικες βιολιστές που κουρδίζουν τελικά στον τόνο της μικρής μας ιστορίας, άλλος χορεύει εγώ μέσα μου δακρύζω, άλλος μ’ αγκαλιάζει, άλλος βρίσκει το πνεύμα το χαμένο (μόνο ένα χρόνο), άλλος μου ζητάει φωτιά, άλλος τραγουδάει ξανά, άλλος αγαπάει ξανά, άλλος ξεσπάει σε γέλια επιτέλους και η ανάσα του ταξιδεύει ελεύθερη προς το βορρά, άλλος πατάει το γκάζι, η γνώριμη μυρωδιά της μυθικής σαλάτας

κι ανατρίχιασε η ψυχή μου.