Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Το τρίτο χρώμα

Τέλη Ιανουαρίου του 1996, ένα βροχερό βράδυ στην Αθήνα, την πήγα μέχρι το σπίτι της οδηγώντας μετά χιλίων βασάνων την Corolla του πατέρα μου. Είχαμε πάει σινεμά, μετά για ποτό στα εξάρχεια, στην ίντριγκα ή το ρεσιτάλ, που να θυμάμαι πια. Την άφησα έξω απ’ την πολυκατοικία και την παρακολούθησα μέσα από το τζάμι που είχε θαμπώσει ώσπου έκλεισε πίσω της η εξώπορτα. Ήταν ένα γλυκό βράδυ, κουβέντα, βιοθεωρίες και τέχνη, είμασταν όπως λέει και το κλισέ «γεμάτοι όνειρα κι ελπίδες». Είχα γυρίσει στο σπίτι οδηγώντας νωχελικά, με το τζαμάκι ανοιχτό για να μπαίνουν οι ψιχάλες. Ήταν ένα από τα βράδια που γέμισαν τα φοιτητικά μου χρόνια, που μ’ έκαναν λίγο ως πολύ αυτό που είμαι σήμερα. Γι’ αυτά θυμάμαι αυτή τη νύχτα. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη χώρα που τη θυμάται γιατί ήταν η μέρα που για μία μαλακία κόντεψε να εμπλακεί σε πόλεμο με την τουρκία.


Παρακολουθώντας από μακριά τα γεγονότα «περί το μνημόνιο και τη χρεωκοπία» έχω μια αίσθηση ιδιαίτερα ενοχλητική, ότι είμαι ανήμπορος όχι μόνο να δράσω, αλλά και να διαμορφώσω άποψη για τα πράγματα. Κάπως έτσι θυμήθηκα τα γεγονότα των ιμίων: γιατί, ήταν η τελευταία φορά που η χώρα βρέθηκε μπροστά σε ιστορικό δίλημμα, και γιατί τότε η άποψή μου είχε διαμορφωθεί αυτόματα, από τα πολιτικά και ιδεολογικά μου αντανακλαστικά: πολύ καλά κάναμε, αποφάσισα, που δεν μπήκαμε σε πόλεμο για δύο ξερονήσια, και μπορούσα πολύ εύκολα να ζήσω με την «εθνική ντροπή» της υποχώρησης, ακόμα και με το ανεκδιήγητο «ευχαριστώ» στους αμερικανούς. Φυσικά υπήρχαν θέματα που θεώρησα ότι έπρεπε να έχουν αντιμετωπιστεί διαφορετικά, και καταλάβαινα ότι η χώρα έβγαινε χαμένη από την ιστορία, αλλά το που έγερνε η ζυγαριά ήταν ξεκάθαρο, και ακόμα και σήμερα πιστεύω το ίδιο. Αλλά και η αντίθετη άποψη που εκφράστηκε, ότι δηλαδή έπρεπε να το παίξουμε πιο σκληρά αντράκια, υποστηρίχθηκε σε γενικές γραμμές από μια ομάδα ανθρώπων με τους οποίους με χώριζαν, ιδεολογικά, όρια τελείως ευδιάκριτα.

Τι μου συμβαίνει λοιπόν;

Στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει αν το μνημόνιο είναι απαραίτητο για να επιστρέψει η ελλάδα σε δρόμο ορθολογισμού. Όπως με το «στοίχημα του Πασκάλ», θα ακολουθήσουμε ένα δρόμο που μας φαίνεται πιο ασφαλής, βασισμένοι σε ασάφειες και σε σχεδόν «θεολογικού» τύπου επιχειρηματολογία. Ο βαθμός αβεβαιότητας για την αποτελεσματικότητα του μνημονίου είναι τέτοιος, που ακόμα και οι εμπνευστές του δεν είναι σίγουροι. Αν προσθέσουμε σε αυτή την αβεβαιότητα, τη σύγχυση που επικρατεί για τους μηχανισμούς της κρίσης, καθώς και ότι για να προσανατολιστεί κάποιος πρέπει να κατανοήσει σε βάθος έννοιες της οικονομικής επιστήμης απρόσιτες συχνά και για τους ειδικούς, αποκτάμε μια εικόνα της πολυπλοκότητας.

Μπερδευτήκαμε. Δε θα έπρεπε να βασίζουμε την άποψή μας σε δυσνόητες οικονομικές θεωρίες. Θα έπρεπε να βλέπουμε το στόχο. Και ο στόχος φυσικά πρέπει να είναι «να γίνει η ελλάδα σύγχρονο κράτος, να απαλλαγεί από τις αδιανόητα σαθρές δομές του παρελθόντος και του παρόντος της». Εντάξει, και «να αποπληρωθούν όσοι τη δάνεισαν». Αν όμως αυτοί οι στόχοι είχαν ως απαραίτητη συνιστώσα του σχεδίου και το απλό «να μη βυθίσει η λύση τους ανθρώπους στην απελπισία», οι ειδικοί είμαι σίγουρος ότι θα έβρισκαν τον τρόπο. Έτσι κι αλλιώς, πρόκειται για τεχνητούς κανόνες, που διαμορφώνονται, για νόμους ανθρώπινους, όχι για νόμους της φύσης.


Το πρώτο χρώμα της γαλλικής σημαίας, το μπλε, λέγεται ότι συμβολίζει την ελευθερία. Η ελευθερία είναι η έννοια που πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο στηρίχθηκε πάνω της ο δυτικός πολιτισμός. Χιλιάδες τόμοι γράφτηκαν και γράφονται, νόμοι και συνθήκες την προστατεύουν αλλά και την ορίζουν, μήπως και δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς τι σημαίνει. Η ελευθερία αγαπήθηκε πολύ και από τα σύγχρονα οικονομικά συστήματα. Ερμηνεύτηκε και με κάπως διφορούμενο τρόπο, εκφυλίστηκε σε «ελευθερία της οικονομίας» και τελικά «ελευθερία του κέρδους». Τζάμπα τόσο μελάνι και τόσοι κάλοι απ’τις χορδές στα δάχτυλα, ρε πούστη.


Αυτό που πραγματικά με κάνει να απορώ είναι η βεβαιότητα με την οποία οι άνθρωποι υποστηρίζουν τις απόψεις τους. Με τρομάζει λίγο αυτή η βεβαιότητα και με κάνει να αισθάνομαι και λίγο βλάκας: τι ακριβώς βλέπουν που εγώ δε βλέπω; Έχουν καταλάβει τόσο καλά τις παραμέτρους της λεγόμενης «κρίσης χρέους»; Ξέρουν τι θα γίνει αν τυχόν βγούμε από το ευρώ; Ξέρουν καν αν γίνεται να βγούμε; Εδώ δεν ξέρουν ούτε οι των βρυξελλών. Και οι καραμέλες τύπου «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε»: τι σημαίνει καταναναλώνουμε; Οι παροχές στην υγεία και την παιδεία είναι σ’ αυτά που καταναλώνουμε; Γιατί τότε μου φαίνεται ότι καταναλώνουμε λιγότερα απ’ όσα πρέπει! Και ενδεχομένως η πιο λογική λύση, με το φτωχό μου το μυαλό, να είναι να παράγουμε περισσότερο κι όχι να καταναλώνουμε ακόμη λιγότερο.

Επίσης, σχετικά με το χρέος, στα δικά μου τα μάτια υπάρχουν δύο «είδη» χρέους: αυτό που χρωστάμε στις ευρωπαϊκές χώρες, και που καλά θα κάναμε να το πάρουμε στα σοβαρά γιατί αφορά άλλους λαούς, που δουλεύουν σκληρά, πληρώνουν τους φόρους τους και δεν είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν για μας μια ζωή. Και αυτό που χρωστάμε σε ιδιώτες, τράπεζες, κερδοσκόπους, funds, και κάθε λογής φρούτο που πουλώντας και αγοράζοντας αέρα, με τεχνητό τρόπο φούσκωσε το χρέος σε δυσθεώρητα ύψη και τώρα διεκδικεί τα παράλογα κέρδη του. Αυτοί οι τελευταίοι δέχονται να κουρέψουν το χρέος ακριβώς γιατί έχουν κερδίσει τόσο πολλά που δε γίνεται ποτέ να βγουν χαμένοι. Σε ποιον φαίνεται λογικό να στεγνώσει η ελλάδα για να πληρωθούν αυτά τα υπερκέρδη; Κατά τη γνώμη μου σε όποιον πιστεύει σε αυτό το σύστημα, σε όποιον πιστεύει ότι «το κέρδος, αφού είναι νόμιμο, είναι και καλό, και πρέπει πάσει θυσία να διεκδικείται».

Βαρέθηκα να διαβάζω απλώς ότι φταίμε, και ότι πρέπει τώρα να παλέψουμε για να ξαναφτιάξουμε μια ελλάδα στηριγμένη αυτή τη φορά σε ισχυρούς πυλώνες, σοβαρή, ορθολογική, αξιοκρατική, πραγματικά ευρωπαϊκή. Συμφωνώ όχι απλώς απόλυτα, με όλο μου το είναι, ειλικρινά. Αυτό που δεν έχω καταλάβει είναι πως ακριβώς τεκμηριώνεται ότι χωρίς το μνημόνιο δε θα μπορέσουμε να τα κάνουμε όλα αυτά. Για να μην πώ ότι μου φαίνεται δύσκολο και στην ανάποδη ανάγνωση, πώς θα μπορέσουμε δηλαδή να τα κάνουμε όλα αυτά με το μνημόνιο να μας τσακίζει. Με λίγα λόγια, η μεγάλη μάχη που μας περιμένει για να κάνουμε την ελλάδα μια χώρα που αξίζει κανείς να ζει, θα δοθεί τα επόμενα χρόνια, και θα έπρεπε να αισθανόμαστε ικανοί και δυνατοί να τη δώσουμε ακόμα και μετά από μια χρεωκοπία.


Το λευκό χρώμα συμβολίζει την ισότητα. Η ισότητα είναι μια δύσκολη έννοια. Στην πορεία του χρόνου, γρήγορα μετατράπηκε από απόλυτη ισότητα σε «ισότητα των ευκαιριών». Ακόμα κι αυτή η τελευταία τραβάει τα πάνδεινα στις δυτικές κοινωνίες. Ο νεοφιλελευθερισμός δε διστάζει να την αποπέμψει οριστικά λέγοντας ανερυθρίαστα ότι, ενώ η ελευθερία αποτελεί πολύτιμο εφόδιο, η ισότητα είναι τελείως άχρηστη, ως και επιβλαβής για την πρόοδο της κοινωνίας. Συγκεκριμένα, η ισότητα καταδικάστηκε σε «de facto ανυπαρξία» η οποία πηγάζει από την ποικιλία ικανοτήτων και χαρακτηριστικών των ανθρώπων, που επιπλέον θα την καθιστούσε (κατά τη γνώμη τους) ισοπεδωτική δύναμη και τροχοπέδη της προόδου. Έτσι κοιμόμαστε το βράδυ σαν πουλάκια, ο γείτονας που έμεινε άνεργος μάλλον δε διάβαζε αρκετά στο σχολείο. Για την περίπτωση της ελλάδας, σίγουρα θα ήταν και φοροφυγάς.


Πώς μας βλέπουν οι ευρωπαίοι; Τι σκέφτονται για την ελλάδα και την κρίση; Η ερώτηση που δέχομαι από φίλους και γνωστούς με κάθε ευκαιρία. Η απάντηση κάθε φορά μου φαίνεται ελάχιστα πρωτότυπη κι ενδιαφέρουσα: Τι να σκέφτονται δηλαδή; Λυπούνται για μας, αλλά ξέρουν ότι κάναμε και τα λάθη μας. End of story. Οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους έχουν τα ίδια προβλήματα με μας, μερικές φορές νομίζω ότι δουλεύω στην αθήνα και απλώς όλοι μιλάνε γαλλικά. Φυσικά υπάρχουν δομές απείρως πιο οργανωμένες και ένας φυσιολογικός σεβασμός στο κράτος. Οι αγωνίες όμως είναι οι ίδιες, να ζήσουμε καλά, να είμαστε υγιείς, να αγαπάμε και να μας αγαπούν. Ο καθένας με τον τρόπο του. Έτσι, το πιο απλό πράγμα είναι να καταλάβουν τις δυσκολίες των ελλήνων και να συμπαρασταθούν. Πιστεύει κανείς ότι οι ευρωπαίοι λαοί πιέζουν για σκληρές λύσεις τύπου μνημονίου; Ξεχάστε το, αρκεί να ταξιδέψει κανείς ελάχιστα για να δει ότι οι σκέψεις, οι αγωνίες των ανθρώπων είναι κοινές. Δε χρειάζονται κοινωνιολογικές μελέτες και δημοσκοπήσεις, απλή λογική χρειάζεται.

Άραγε οι εμπνευστές της ενωμένης ευρώπης αυτό το μπάχαλο είχαν στο μυαλό τους; Για μένα αυτή είναι η μεγαλύτερη διάψευση από τα τελευταία γεγονότα. Υποτίθεται ότι στις ιδρυτικές της συνθήκες ή ένωση της ευρώπης έχει ως όραμα την πολιτική ένωση: κοινή εξωτερική πολιτική, κοινό στρατό, κοινούς στόχους. Βλέπω τους αμερικανούς φίλους της γυναίκας μου να χλευάζουν τα ευρωπαϊκά ιδεώδη: να μην καταλαβαίνουν τη θέση της έννοιας «ανθρώπινα δικαιώματα» σε αυτό το κατασκεύασμα, να αναρρωτιούνται τι κοινό βρίσκουν τόσο ετερόκλητοι λαοί, και σκέφτομαι «δεν καταλαβαίνουν, γιατί είναι ένα νεόκοπο έθνος. Επί της ουσίας ανάδελφο». Στο δικό μου το μυαλό, η ευρώπη δένεται από κοινές πολιτιστικές καταβολές, μακρόχρονους συνεκτικούς δεσμούς, ισχυρότερους από κάθε οικονομικό συμφέρον. Αναγνωρίζω στους γάλλους αξίες που με συγκινούν, πολύ περισσότερο από ότι αναγνωρίζω στους αμερικανούς, όσο χόλυγουντ και να δω, ή στους ιάπωνες, ή στους ινδούς.

Η αντιμετώπιση λοιπόν της ελλάδας από τους «εταίρους» τους τελευταίους μήνες, είναι για μένα μεγάλη απογοήτευση. Κάναμε λάθη ασυγχώρητα, όμως ένας ισχυρός θα έπρεπε να συγχωρεί τον αδύναμο. Η ανάλγητη τιμωρία, βασισμένη αποκλειστικά σε στεγνά οικονομικά μεγέθη δεν ταιριάζει στη φιλοσοφία της ευρώπης, ούτε στις αξίες της. Τουλάχιστον όχι στις ιστορικές στιγμές της που θα ήθελε να θυμάται. Ως έθνος οι έλληνες δε μάθαμε ποτέ να λειτουργούμε οργανωμένα και να σεβόμαστε το κράτος μας, ούτε ο ένας τον άλλο. Για όλα αυτά τα λάθη που κάναμε, την άγνοιά μας, χρειαζόμαστε βοήθεια, όχι τιμωρία.


Το τρίτο χρώμα, το κόκκινο, στέκεται συνήθως πάνω από τη λέξη «αδελφότητα». Αναρρωτιέμαι καιρό τώρα τι σημαίνει αυτή η μυστηριώδης έννοια. Κανένας δε μιλάει γι’ αυτήν. Λοιπόν, τώρα ξέρω: η αδελφότητα είναι το μυστικό συστατικό, που χωρίς αυτό η συνταγή δεν πετυχαίνει. Κι αν η ελευθερία και η ισότητα θεσπίζονται, η γαμημένη η αδελφότητα πρέπει να υπάρχει μέσα μας, αλλιώς κλάφτα. Και ακριβώς επειδή δεν ορίζεται, δε νικιέται με τίποτα, ούτε αλλοιώνεται, ούτε να την εκμεταλευτεί κανείς επιτήδειος γίνεται. Είναι η μικρότερη αδερφή του παραμυθιού, που κανείς δεν της δίνει σημασία, αλλά που στο τέλος γίνεται βασίλισσα.

Αυτή την αδελφότητα περιμένω από τους ευρωπαίους. Δεν την ανακάλυψα εγώ, τη διάβασα στα δικά τους τα βιβλία. Αυτοί μου τη δίδαξαν.

Αυτή την αδελφότητα ψάχνω ανάμεσα και στους δικούς μου τους συντρόφους, μάταια. Αρχίζουν τις φράσεις τους λέγοντας «φταίμε όλοι» και τις τελειώνουν λέγοντας «γι’ αυτό λοιπόν εσείς φταίτε περισσότερο». Καίνε τους κινηματογράφους και τα βιβλιοπωλεία. Ειρωνεύονται όσους κατεβαίνουν στους δρόμους για διαμαρτυρία, βολεμένοι στις δικές τους αμετακίνητες απόψεις. Μπλογκάρουν τις θεωρίες τους για τις αιτίες του κακού και, φίλε μου, οι πολλές θεωρίες αποτελούν προσβολή της πραγματικότητας όταν η πραγματικότητα έρχεται απλώς και σε χαστουκίζει στο μάγουλο: και η πραγματικότητα είναι ότι πολύς κόσμος στην πατρίδα περνάει δύσκολες ώρες.


Κι έτσι καταλήγω σιγά σιγά: αφού μας λύγισε ο φόβος, ας εφαρμοστεί το μνημόνιο. Ακόμα και τότε, να είστε σίγουροι, για να δούμε άσπρη μέρα θα πρέπει, όχι μόνο να οργανώσουμε το κράτος και να μάθουμε να το σεβόμαστε, όχι μόνο να αλλάξουμε παγιωμένες αντιλήψεις δεκαετιών, αλλά και να αντιδράμε κάθε φορά που κάποιος θα τσακίζει τους συνανθρώπους μας, που κάποιος θα διεκδικεί τα υπερκέρδη του, που κάποιος θα βολεύεται στην καρέκλα του, θα διορίζει τους δικούς του, θα απαξιώνει τα σχολεία και τα πανεπιστήμιά μας, θα διαμελίζει την κοινωνική πρόνοια και τη δημόσια υγεία. Κι όλα αυτά, παλιοί μου σύντροφοι, γίνονται μόνο με δύο τρόπους: ο ένας είναι η ψήφος, και ο άλλος είναι ο δρόμος.

Κι ακόμα κι αυτά δε φτάνουν. Θα πρέπει ακόμα να αφήσουμε πίσω μας τα χρόνια της αισθητικής του «κλικ», τα χρόνια της φιλοσοφίας του ελάχιστου κόπου και του μέγιστου κέρδους, των «γνωριμιών», της θολούρας. Και να ζωγραφίσουμε γύρω απ’τη σκληρή δουλειά με τα χρώματα τα γνωστά, να κάνουμε αυτά που ξέρουμε από παλιά: να αγαπάμε, να γράφουμε ωραία ποιήματα κι ωραία τραγούδια, να κάνουμε τέχνη ειλικρινή στους δρόμους.


Τι αστείο, εκείνη η ταινία, το γενάρη του ‘96, ήταν το Underground. Η ιστορία ενός εμφυλίου. Αλλά και μιας αγάπης, μιας αναγέννησης και μιας λύτρωσης.


Το ήξερα. Πάντα βρίσκω τις απαντήσεις που ψάχνω στις μικρές μου ιστορίες, στα χίλια λόγια των χαμογέλων, στην αγία τέχνη.