Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Η ωραία της Φλάνδρας


Βγήκα να περπατήσω στην οδό Mier. Κυριακή πρωί κατά τις 11, κόσμος άρχιζε να κυκλοφορεί παρά το κρύο και τη συννεφιά. Ο πλατύς πεζόδρομος περιβάλλεται από παλιά κτήρια που δίνουν το χαρακτήρα της πόλης, χωρίς όμως τη ψυχαναγκαστική περιποίηση των αντίστοιχων κτηρίων στη Μπρυζ που κάνουν τα πάντα για να σε πείσουν ότι ζεις σε άλλη εποχή. Αντίθετα, εδώ τα ισόγεια φιλοξενούν καταστήματα, εστιατόρια, μπαρ.

Καθώς κινούμαι, εισέρχομαι διαδοχικά στα μουσικά μικροσύμπαντα που διαμορφώνουν οι πλανόδιοι μουσικοί που στέκονται στις διασταυρώσεις με τα κάθετα δρομάκια. Πρώτα ένας βιολιστής που έχει προσαρμόσει το χωνί μιας τρομπέτας στο βιολί του με ιδιόμορφο μουσικό αποτέλεσμα. Δεν παίζει καθόλου άσχημα, στέκομαι για λίγο, όμως το ρεπερτόριό του αποκλείει την περίπτωση να είναι κάποιος διάσημος βιρτούζος μεταμφιεσμένος και να γίνω ακουσίως το αντικείμενο ενός άλλου πειράματος μιας άλλης Washington Post. Μετά ένας Bob Dylan – μαζί – με – την – ορχήστρα – του στη συσκευασία του ενός, φτιάχνει το κλίμα: Σ’ αυτή την πόλη συμβαίνουν πράγματα.

Φτάνω στο σταθμό, πραγματικό αρχιτεκτονικό κόσμημα. Στα γύρω δρομάκια τα δεκάδες εργαστήρια – κοσμηματοπωλεία, η πηγή του θρύλου αυτής της πόλης, η πηγή της ανά τους αιώνες ακτινοβολίας της. Κι όμως, τι παράξενο, ό,τι βλέπω προσφέρει και κάτι στο χαρακτήρα της πόλης, τα δρομάκια γύρω απ’το παλιό λιμάνι, ο ημιτελής, «κουτσός» καθεδρικός, η περίκλειστη πλατεία με τα κτήρια των συντεχνιών, το παράφωνο πολυόροφο κτίσμα της τράπεζας KBC που ορθώνεται σα τρύπα στο χωρόχρονο προς την καρδιά της Νέας Υόρκης του ’30.

Δεν ξέρω γιατί με συγκινούν οι πόλεις – λιμάνια της βόρειας Ευρώπης. Χαζέυω τα κανάλια και τα ποτάμια τους, σύμβολα της επαφής των ανθρώπων, πραγματικές αρτηρίες της ηπείρου. Κάποτε είχα περάσει δυο ώρες στην αίθουσα του μουσείου του λιμανιού στο Ρόττερνταμ κοιτάζοντας μια τεράστια μακέτα και ιστορικούς – γεωγραφικούς χάρτες, οδηγούς των καναλιών που συνδέουν τα λιμάνια της Βόρειας Θάλασσας τελικά με το Δούναβη, τη Μαύρη Θάλασσα, το Βόσπορο, τη Μεσόγειο. Tout se tient.


Τριγύρω περπατούν άνθρωποι που συζητάνε σε μια γλώσσα ξένη σε μένα. Φθόγγοι τοποθετημένοι ο ένας μετά τον άλλο βάσει κάποιας άγνωστης μαθηματικής ακολουθίας, ασυνάρτητη γλώσσα επινοημένη από παιδιά που παίζουν. Κι όμως βρίσκομαι μόλις μια ώρα μακριά απ’τις Βρυξέλλες, την πόλη χωρίς εκπλήξεις, την πόλη της οικείας γαλλικής γλώσσας. Και στην ίδια χώρα, το Βέλγιο. Ποιός αλήθεια εμπνεύστηκε την ύπαρξη μιας τέτοιας χώρας; Ποιός καφές χύθηκε και σε ποιό χάρτη για να ορίσει με την κηλίδα του τη συνύπαρξη ασχέτων λαών; Και ποιός είμαι εγώ για να μιλάω, ο Βαλκάνιος... Ορίστε λοιπόν το αποτέλεσμα, οι πόλεις οι δυώνυμες: Antwerpen – Anvers, όμως νομίζω ότι το πιο όμορφο όνομα είναι το τρίτο, το ελληνικό: Αμβέρσα, η ωραία της Φλάνδρας.

Στην επιστροφή φωτογραφίζω τους μοντέρνους ανεμόμυλους οδηγώντας κι ακούγοντας το σαμάνο: καμιά σημαία, καμιά πατρίδα. Προσπαθώ να φανταστώ ένα φουτουριστικό Δον Κιχώτη να τους επιτίθεται, αλλά μάταια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: